Now Reading
Τανζανία

Τανζανία

Τανζανία

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη yogini mama (@yoginimama_gr)

Τανζανία

Κάποιος είπε πως…

«τα ταξίδια είναι ψυχικός πλούτος, γνώση και σοφία. Είναι το νερό της ζωής. Είναι βιβλίο. Ερμηνεύεις και βλέπεις τον κόσμο με καθαρό βλέμμα. Το κάνεις αυτόματα και ασυνείδητα. Δεν θέλω πλούτη, είπε. Θέλω μόνο να ταξιδεύω. Να φτάσω μέχρι εκεί που δεν μπορώ, ώσπου τα μάτια μου να γίνουν δυο σβωλαράκια χώμα». *

Το ταξιδι αυτό ξεκίνησε πολύ πριν την αναχώρηση. Ξεκίνησε από πέρσι που κάτι μέσα μου μού έλεγε πως ο επόμενος προορισμός θα είναι η Αφρική. Όχι σαν υποχρέωση, όχι σαν οφειλή, αλλά ως ανάγκη. Απροσδιόριστη ακόμα, αλλά βαθιά και βέβαιη. Ήξερα πως πηγαίνοντας εκεί θα καταλάβαινα. Κάτι είχα να πάρω. Πολύτιμο. Και όπως πάντα, να δώσω.

Οι μέρες πριν το ταξίδι κύλησαν με μια εσωτερική ανησυχία, προσμονή, λίγο φόβο για το άγνωστο αλλά και μια ορμή, σαν αυτή που γεννάνε μέσα σου τα αφρικανικά κρουστά, που έπαιζαν συνεχώς στο κεφάλι μου αυτές τις μέρες, σχεδόν ψυχαναγκαστικά.

Προετοιμαζόμουν πνευματικά.

Οι αλλαγές της πτήσης μας πολλές και οι μετεπιβιβάσεις πολύωρες. Τεστ COVID-19, εμβόλιο κίτρινου πυρετού, χάπια ελονοσίας. Αλλά αυτά είναι τα επίγεια. Εγώ είμαι συνεπαρμένη από μια μουσική που όλο και δυναμώνει.

Δεν τα ακούω.

Πλησιάζοντας με το αεροπλάνο στη Ζανζιβάρη αντικρίζω με δέος το Κιλιμάντζαρο να ορθώνεται πάνω από τα άσπρα σύννεφα επιβλητικό και απέναντι του το όρος Μέρου, πιο άγριο, αιχμηρό, με την απότομη κορυφή του.

Αλλά και πολύχρωμες σκεπές που φαίνονται από ψηλά και που καθώς πλησιάζουμε γίνονται σπίτια από τσίγκο που καλλωπίζονται από τα φανταχτερά χρώματα. Και τους φοίνικες. Πολλούς φοίνικες.

Ο Άλι είναι ο ξεναγός μας στη Stone town της Ζανζιβάρης. Καθώς πλησιάζουμε την πόλη, ένα φορτηγάκι σταματημένο που εξυπηρετεί τους ντόπιους εκτελώντας χρέη mini λεωφορείου. Dala dala το λένε και το χρησιμοποιούν κυρίως ντόπιοι ως φθηνό μέσο μεταφοράς. Είναι ασύλληπτο πόσοι άνθρωποι μπορούν να χωρέσουν εκεί μέσα.

Τριγυρίζουμε στην παλιά πόλη, την πόλη των σκλάβων που εμπορεύονταν κυρίως οι Άραβες καταλαμβάνοντας χωριά, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Η Ζανζιβάρη ήταν εμπορικό κέντρο σκλάβων αλλά και μπαχαρικών, φρούτων κ.α. Ο Λιβινγκστοουν, βρετανός ιεραπόστολος ζήτησε να σταματήσει το εμπόριο των σκλάβων. Οι δουλέμποροι όμως ανακάλυψαν άλλους τρόπους. Καταλάμβαναν ολόκληρα χωριά, αλυσοδέναν τους ανθρώπους και τους έκρυβαν σε σπηλιές.

Η Stone town είναι γεμάτη αγορές, σοκάκια, περίτεχνες πόρτες με ιστορία και ωραίο φως. Με μια παραλία που βλέπει στο ηλιοβασίλεμα και παιδιά να παίζουν ξυπόλυτα ποδόσφαιρο στην άμμο, στα πάρκα, στα σοκάκια, παντού.

Η έκφραση των βασικών συναισθημάτων είναι καθολική. Κι έτσι μπορώ να επικοινωνώ με ένα χαμόγελο, όπου κι αν βρίσκομαι στον κόσμο. Έτσι επικοινωνούσα κι εδώ, με τις περαστικές πολύχρωμες γυναίκες που κουβαλούσαν τα μωρά τους στην πλάτη σε ένα φανταχτερό αυτοσχέδιο μάρσιπο. Αλλά και με τα δεκάδες παιδιά Μασάι που βρίσκαμε στο δρόμο, στους αυτοκινητόδρομους, στη σαβάνα να οδηγούν μοναχικά, στο πουθενά, τα κοπάδια των αγελάδων.

Ανταπέδιδαν ζεστά, αφήνοντας να φανούν τα κατάλευκα τους δόντια. Και μας χαιρετούσαν με τα μικρά τους χέρια.

Σε κάθε γνωριμία, η ίδια ερώτηση: «Οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι; Είναι ευτυχισμένοι εδώ;»

Οι απαντήσεις άλλοτε τυπικές άλλοτε έκπληκτες. «Είναι», λένε. Καθώς το ταξίδι συνεχίζεται, η ερώτηση αλλάζει: «Τι σας κάνει ευτυχισμένους εδώ;» Οι οδηγοί μας στο σαφάρι λένε, «Είμαστε ευτυχισμένοι όταν είμαστε στη ζούγκλα».

Όσο περνούν οι μέρες, οι απαντήσεις γίνονται ολοένα και πιο ουσιαστικές. Ίσως γιατί, καθώς προχωράμε, ωριμάζει και η ερώτηση. Ωριμάζω κι εγώ μαζί της. Μεγαλώνω.

Μία ακόμη πτήση για το Κιλαμάντζαρο, στο Moshi, όπου μας περιμένουν οι οδηγοί του σαφάρι. Μέσα στη νύχτα, κατάκοπες από τις πολύωρες πτήσεις, μας οδηγούν στο Charity hotel στην Αrusha. Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο, χωμάτινος δρόμος που διασχίζει την πόλη, με μεγάλες πέτρες. Φτάνουμε σε μια ψηλή πύλη που ανοίγει και μπαίνουμε σε έναν πλακόστρωτο προαύλιο χώρο, κατάφυτο, περιφραγμένο. Το ξενοδοχείο μας για μια νύχτα. Σαν να προσπαθεί να προστατευτεί από τους εισβολείς. Μεγάλα κτίρια εσωτερικά, με ψηλούς φράχτες και απ έξω χώμα, πέτρες και φτώχεια.

Χτισμένη κάτω από το όρος Μέρου, η Arusha το πρωί έχει κρύο τσουχτερό. Φεύγουμε πολύ νωρίς με το τζιπ για το Tarangire National Park και το πρώτο μας game drive. Μια τρελή οδήγηση εκτός αλλά και εντός του πάρκου, καθώς πλησιάζουμε αχανείς εκτάσεις σε χρυσό και χώμα και λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, ελέφαντες, βούβαλους, γκνου, ζέβρες, ύαινες, καμηλοπαρδάλεις, στρουθοκάμηλους, γαζέλες, αντιλόπες, αγριόχοιρους, ο Τιμόν και ο Πούμπα από το Lion King, και τα dik dik, ελάφια μινιατούρες που κυκλοφορούν πάντα ζευγάρια, θηλυκό και αρσενικό.

Στη διαδρομή, συζητάμε για τη φυλή των Μασάι. Περίπου 20.000.000 άνθρωποι από τα 55.000.000 στην Τανζανία ανήκουν στη φυλή των Μασάι. Οι άντρες της φυλής, πριν παντρευτούν χρειάζεται να σκοτώσουν ένα λιοντάρι. Αυτή είναι η απόδειξη της ενηλικίωσης τους, έτσι ανδρώνονται. Παλιότερα οι άνδρες Μασάι μπορούσαν να έχουν όσες γυναίκες ήθελαν. Και σήμερα ακόμα. Όσο πιο πλούσιος ο άνδρας τόσες περισσότερες γυναίκες, τόσα περισσότερα παιδιά. Ο σκοπός άλλωστε είναι να κάνουν παιδιά-εργάτες που να μπορούν να δουλεύουν ως βοσκοί για τα κοπάδια τους. Όσα κοπάδια και να συναντήσαμε στο δρόμο φυλάγονταν από παιδιά. Παιδιά με τις παραδοσιακές ενδυμασίες τους, με αυτά τα έντονα χρώματα που δημιουργούσαν αντίθεση με το χρυσό, χωμάτινο τοπίο.

Τα τελευταία χρόνια, η κυβέρνηση της Τανζανίας προσπαθεί να εκπαιδεύσει τους Μασάι παρακινώντας τους να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Πλέον δεν χρειάζεται να πληρώνουν δασκάλους, το σχολείο είναι δωρεάν. Αυτός είναι ο τρόπος να τους κινητοποιήσει: αφού τους εκπαιδεύσει, τους προσφέρει δουλειές, τους παρακινεί να παντρεύονται μία μόνο γυναίκα λόγω των ασθενειών, του AIDS, που βρίθει στη φυλή και μεταφέρεται στα παιδιά και ακόμη τους απαγορεύει να σκοτώνουν ζώα. Αναγκάζει τους οδηγούς του σαφάρι να παροτρύνουν τους τουρίστες να επισκέπτονται τα χωριά τους και να τους δίνουν ένα καλό αντίτιμο (100 δολάρια το κάθε τζιπ) για να ενθαρρύνονται να προστατεύσουν τη φύση και τα ζώα.

O Samuel, ένας από τους οδηγούς μας, έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες της Αφρικής. Χώρες ειρηνικές αλλά και επικίνδυνες, όπως η Σομαλία, η Νιγηρία. Δούλευε ως οδηγός για κυνήγι άγριων ζώων, που επιτρέπεται ακόμα ως ψυχαγωγία σε όλη την ήπειρο. Έφευγε με το αμάξι διασχίζοντας την Αφρική για να συναντήσει τους πελάτες. Κάθε φορά που συναντούσε ληστές τους πρόσφερε καλαμπόκι. Μια προσφορά ειρήνης, φαγητό, που είχαν ανάγκη. Αυτό αφόπλιζε τους ληστές που του επέτρεπαν να φύγει.

Έτσι έκανε και με ένα παιδί της φυλής Μασάι που συναντήσαμε στο δρόμο. Μόλις είδε πως το φωτογραφίζαμε, σαν από παιχνίδι, σαν από συμφέρον κρύφτηκε πίσω από ένα μικρό βράχο. Έβγαζε μόνο το κεφαλάκι του να χαιρετήσει και γελούσε. Του πρόσφερε ό,τι είχαμε, ένα κομμάτι κέικ και νερό, κι έτσι σιγά σιγά εκείνο άρχισε να πλησιάζει προς το μέρος μας. Έτσι, μας άφησε να το φωτογραφίσουμε. Ακολούθησε και ο μπαμπάς του. Κόκκινες καρώ φανταχτερές παραδοσιακές φορεσιές κι ένα ξύλο, μια βέργα για τα ζώα. Ατελείωτα κοπάδια ζώων στους δρόμους, μικρά χωριά Μασάι κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου, σπίτια στρογγυλά από λάσπη και σκεπές από καλαμιές. Γυναίκες με μεγάλους μπόγους στο κεφάλι, υπαίθριες αγορές και όμορφα χρώματα.

Αυτό το ταξίδι είναι το ταξίδι των μεγάλων αντιθέσεων. Αντιθέσεις σε συναισθήματα, χρώματα, τη μια το χρυσό του πάρκου και το χώμα, την άλλη το φούξια, το έντονο πορτοκαλί, το κόκκινο, το βαθύ πράσινο των ρούχων των Μασάι.  Όλοι είναι πολύ φιλικοί εδώ. Χαμογελαστοί άνθρωποι. Ανταποδίδουν το χαμόγελο, σαν σε ζεστό καλωσόρισμα. Μαζί, γελάμε πολύ. Σε μια άλλη γλώσσα, ούτε στη δική μας ούτε στη δική τους. Σουαχίλι, ελληνικά και αγγλικά σε ένα αντιφατικό συνονθύλευμα.

Δυσκολεύονται να προφέρουν το όνομα μου κι έτσι μου λένε «θα σε φωνάζουμε rafiki», που στα σουαχίλι σημαίνει «φίλη».

Όσο ταξιδεύω σε τόπους μακρινούς τόσο διαπιστώνω βιωματικά τον κοινό μας πυρήνα. Νιώθω ευγνωμοσύνη και συγκίνηση που ερχόμαστε κοντά, που επικοινωνούμε πέρα από τα τετριμμένα ή τουλάχιστον αποπειρόμαστε.

Από τη μία οι φωτιές στην Ελλάδα που μας γεμίζουν ανησυχία και βάρος κι αφήνουν πίσω τους αποκαΐδια και θάνατο, από την άλλη η μαγεία και ο πλούτος της φύσης και των ζώων σε αφθονία εδώ, ένας πρωτόγονος ενστικτώδης υπαινιγμός, πανανθρώπινος που σε φέρνει κοντά με τη ζωή και τα βαθύτερα μα πιο απλά υπαρξιακά σου ερωτήματα.

Μα που ο αντιπερισπασμός της σύγχρονης ζωής και της πόλης σε κάνει να τα λησμονείς.

Εδώ η ησυχία και η απλότητα της φύσης σε ωθεί, σχεδόν σε αναγκάζει να τα ακούσεις για άλλη μια φορά. Σε έναν μοναχικό εσωτερικό διάλογο. Να πλησιάσεις τη ζωή και αναπόφευκτα τον εαυτό σου.

Αυτό είναι μέρος της αξίας των ταξιδιών μου.

Φεύγοντας από το ξενοδοχείο στη λίμνη Manyara, δρόμοι από κοκκινόχωμα και μεγάλες πέτρες. Μικρά παιδιά 4-7 ετών στο δρόμο κρατάνε ένα σκοτωμένο φίδι σε ένα κλαδί. Σταματάμε και μας το δείχνουν επιδεικτικά. «Το σκοτώσατε;» ρωτάνε οι οδηγοί. «Όχι εμείς», λένε, «ο bwana Solo!» Bwana σημαίνει «κύριος». Το σκότωσε ο κύριος Σόλο.

Ανεβαίνοντας ψηλά, προσπερνώντας το Ngoro Ngoro National Park, το τοπίο γίνεται πιο πράσινο. Έχει περισσότερο νερό εδώ γύρω. Ανηφόρες, african massage στους δρόμους -με την τρελή οδήγηση στους χωματόδρομους.  Ομίχλη που όλο και πυκνώνει. Καμηλοπαρδάλεις τρώνε νωχελικά τα φύλλα του δέντρου της ακακίας.

Μέχρι το χωριό των Μασάι.

Τα μέλη της φυλής μας καλωσορίζουν με ένα χορό. Τα μάτια μου δακρύζουν και με αιφνιδιάζουν. Κάτι στο τραγούδι τους, κάτι στο χορό τους, ο τρόπος που έρχονται προς τα πάνω μας κοιτώντας μας στα μάτια αλλά και στο πουθενά είναι σαν ένα χτύπημα στο στήθος και γεμίζω δάκρυα. Ήσυχα δάκρυα μιας κάποιας συγκίνησης που απλώς κυλάνε στο πρόσωπο μου. Και τους κοιτάζω με τη σειρά μου ίσια στα μάτια.

Στη μέση του πουθενά, σε ένα αχανές γκρι τοπίο χωρίς βλάστηση, το χωριό τους. Τα σπίτια τους, μικρά και στρογγυλά, χωρίς φως, με ένα κρεβάτι για τους γονείς, ένα για τα παιδιά και στη μέση φωτιά. Τρέφονται με κρέας αγελάδας, αίμα και γάλα κι έτσι λένε ζουν πολύ. Δεν αναμειγνύουν το φαγητό τους με λαχανικά γιατί δεν βοηθάει στη μακροζωία.

«Είσαι ο αρχηγός;», ρωτάω τον Πάουλο. «Είμαι ο γιος του αρχηγού», μου λέει. Μας καλωσορίζει. Στο χωριό ζουν 120 άνθρωποι, όλοι της ίδιας οικογένειας. Ένας άνδρας, πολλές γυναίκες. Κάνω την ερώτηση: «Τι σε κάνει χαρούμενο;» Το βλέμμα του έχει κάτι το υπεροπτικό. Είναι Α-male. Δυσκολεύεται να απαντήσει. «Το ότι είμαστε καλύτεροι, εσείς έρχεστε να γνωρίσετε τον πολιτισμό μας, άρα κάτι κάνουμε καλά». Και «Τι σε κάνει χαρούμενο στην καθημερινότητα;» Δεν ξέρει τι να μου απαντήσει. «Δύσκολη ερώτηση», του λέω. Γνέφει καταφατικά κοιτώντας μακριά. Ίσως αυτή ήταν η πιο ειλικρινής απάντηση που πήρα από εκείνον.

Ο Πάουλο δεν ενδιαφέρεται για την φροντίδα της οικογένειας. Είναι υπεύθυνος μόνο για την αναπαραγωγή. Το καθήκον του περιορίζεται στις αγελάδες και το χρήμα. Στις κοινότητες των ελεφάντων, ο θηλυκός ελέφαντας προπορεύεται, οδηγώντας την ομάδα στην αναζήτησή της τροφής. Γιατί είναι εκείνος που νοιάζεται για την καθημερινή φροντίδα της.

Έτσι και στη φυλή των Μασάι.

Στη μέση του πουθενά ένας μικρός περιφραγμένος χώρος με ξύλα, ξύλινοι πάγκοι και θρανία κι ένας μαυροπίνακας, ο παιδικός σταθμός τους. Τα μωρά όλα συγκεντρωμένα. Τραγουδάνε, χαιρετάνε, τραγουδάμε μαζί. Γελάμε μαζί. Όταν τον ρωτάω αν είναι κάποιο από αυτά παιδί του κάνει παύση. Είναι ένας μορφωμένος άνδρας. Ντρέπεται να μου πει πως ένα από αυτά τα παιδιά τα παραμελημένα, γεμάτα χώματα, είναι το δικό του. Με ρωτάει αν θέλω να πάρω αγκαλιά τον γιο του, 2 χρονών. Τρεις γενιές ανδρών αρχηγών. Με κοιτάζει παραξενεμένο. Γεμάτο χώματα.

Πόση χαρά.

Η κυβέρνηση, μου λέει ο Πάουλο μας απαγορεύει να σκοτώνουμε το λιοντάρι πια, σαν μέρος της τελετής ενηλικίωσης. «Σου αρέσει αυτό;», με ρωτάει. «Ναι», του απαντάω. «Εμένα δεν μου αρέσει», μου λέει, «είναι μέρος της κουλτούρας μας», «κι εσύ έρχεσαι να γνωρίσεις την κουλτούρα μας εδώ, έτσι δεν είναι;». «Ναι», του λέω. «Άρα, λέει είσαι 50-50». «Παρόλα αυτά», λέει, «εσύ έρχεσαι και μας κάνεις δωρεές για να αγοράσουμε το νερό μας, να πάρουμε ύλη για το σχολείο και παράλληλα έρχεσαι για να δεις τα άγρια ζώα, και τα λιοντάρια. Άρα τελικά το να προστατεύουμε την άγρια ζωή για εμάς είναι κάτι καλό». «Είσαι μορφωμένος», του λέω. «Ναι», απαντάει. «Πώς το κατάλαβες;»

«Πόσο παλιά είναι η φυλή σας;» τον ρωτάω. «Η φυλή των Μασάι, μου λέει, ξεκίνησε από το Κάιρο, στην Αίγυπτο». Οι εξερευνητές πλησίασαν τους Μασάι και οι Μασάι ρώτησαν: «Κάιλο;» Που σημαίνει στη γλώσσα των Μασάι «προς τα που πάτε;». Οι εξερευνητές άκουσαν Κάιρο, κι έτσι ονομάστηκε το Κάιρο της Αιγύπτου. Από μια παρανόηση… Αυτά ήταν τα λόγια του Πάουλο, αν είναι μύθος ή αλήθεια λίγη σημασία έχει. Κάναμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση.

Στα εθνικά πάρκα τα χρώματα των ζώων είναι εναρμονισμένα με τη φύση, καμουφλάρονται, κι έτσι έχει πρόκληση το να μπορείς να τα εντοπίζεις μέσα στο φυσικό τους περιβάλλον. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα πουλιά. Τα πουλιά εδώ είναι πολύχρωμα, τα χρώματα τους ιριδίζοντα και έντονα, πετούν και ξεχωρίζουν, τραβούν την προσοχή, σαν μια ευχάριστη, κρυμμένη, μικρή χρωματιστή πινελιά σε έναν πίνακα γεμάτο χρυσό και χώμα.

Το Serengeti, το μεγαλύτερο εθνικό πάρκο εδώ, ονομάστηκε έτσι από κάποιους Αμερικανούς που χάθηκαν στην περιοχή. Χαμένοι καθώς ήταν συνάντησαν τους Μασάι -που είναι οι μόνοι άνθρωποι που ζουν εδώ- και τους ρώτησαν πού βρίσκονται. Εκείνοι απάντησαν siringet που σημαίνει endless land. The place which has no end. Εκείνοι άκουσαν Serengeti κι έτσι πήρε το όνομα του το πάρκο.

Το ηφαίστειο που εξερράγη στον Ngoro Ngoro δημιούργησε στάχτες οι οποίες μεταφέρθηκαν με τους δυνατούς ανέμους στην περιοχή του Serengeti. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα σκληρό στρώμα εδάφους, σαν τσιμέντο, το οποίο δεν επέτρεψε στα δέντρα να αναπτυχθούν. Γι αυτό το Serengeti είναι επίπεδο χωρίς πολλά δέντρα. Ο δυνατός άνεμος όμως μετέφερε κάποιους σπόρους στην περιοχή κι έτσι υπάρχουν κάποια διάσπαρτα δέντρα εδώ κι εκεί. Κυρίως ακακίες.

Το πρωί φεύγουμε στις 06:00 από το ξενοδοχείο του Serengeti για ένα ακόμη game drive κυνηγώντας την ανατολή. Μόλις έχει χαράξει. Ανεβαίνω στο τζιπ, όρθια για να βλέπω έξω καθώς το αυτοκίνητο τραντάζεται και το κρύο μου παγώνει το πρόσωπο. Καθηλωτική ομορφιά. Ιπποπόταμοι που κρύβονται σε μικρές λίμνες για να προστατευτούν από τον ήλιο, βούβαλοι που ενοχλούνται από το θόρυβο μας αλλά και ένα αρσενικό λιοντάρι που έχει βγει για κυνήγι. Περνάει μπροστά μας, το ακολουθούμε. Οσμίζεται προσπαθώντας να βρει τη λεία του.

Στο τέλος, κάθεται κάτω από μια σκιά σαν να θέλει να μας ξεγελάσει. Να φύγουμε από εκεί για να κυνηγήσει ανενόχλητο από τις δικές μας μυρωδιές που το μπερδεύουν.

Το ηλιοβασίλεμα στο Serengeti είναι ένα από τα πιο όμορφα που έχω δει. Είναι από αυτά που χαράζονται στη μνήμη σου και μένουν εκεί για πάντα. Πορτοκαλοκόκκινος φλεγόμενος ήλιος στον ορίζοντα και λίγες μαύρες διάσπαρτες ακακίες μπροστά του να σπάνε τη μονοτονία του τίποτα.

Το τελευταίο βράδυ εδώ, γύρω από τη φωτιά, ύαινες ακούγονται να κρώζουν μες στο σκοτάδι.

Απεραντοσύνη.

Στην απόλυτη σιωπή.

Που σε κοιτάει στα μάτια, τη νιώθεις. Εδώ τα λόγια είναι περισσότερο από περιττά.

Εδώ είναι η γη, εγώ και ο εαυτός μου.

Φεύγοντας από το Serengeti, ξέρω πως είναι η τελευταία φορά που το βλέπω. Κι έτσι, παρότι το κρύο του πρωινού είναι τσουχτερό, βάζω την κουκούλα μου και ανεβαίνω στην οροφή του τζιπ για να ρουφήξω, να του επιτρέψω να με κατακλύσει για τελευταία φορά και να το αποχαιρετήσω ήσυχα και σιωπηρά.

Κλείνοντας τα μάτια.

Στο Karatu, μια πόλη κοντά στο Ngoro Ngoro National park, δρόμοι χωμάτινοι στο χρώμα του κεραμιδιού. Κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Τα σπίτια φτωχικά, κόσμος πολύς στους δρόμους, με ποδήλατα, μηχανές και παιδιά, πολλά παιδιά να τρέχουν, να παίζουν. Υπαίθριες αγορές, όμορφες γυναίκες με χρωματιστά έντονα ρούχα μας κοιτάνε εξερευνητικά. Είμαστε οι μόνοι λευκοί εδώ. «Zungu», μας φωνάζουν από παντού. «Λευκοί». Άλλοι μας μιλάνε, τα παιδιά μας χαιρετάνε, μας γελάνε, μας τραγουδάνε. Δέντρα εδώ κι εκεί σπάνε το χρώμα του κεραμιδιού των σπιτιών και των δρόμων. Αντιθέσεις.

Έχει ένα ωραίο φως εδώ. Σαν από τη βροχή που όλο έρχεται και έρχεται να έχουν δημιουργηθεί ακτίνες φωτός ανάμεσα από τα μαύρα σύννεφα φωτίζοντας τα σημεία που θέλουν να κοιτάξουμε. Ρούχα απλωμένα, ζώα στις αυτοσχέδιες αυλές, σπίτια με χώμα στο εσωτερικό τους. Φτώχεια. Πολύ φτώχεια. Για τα δυτικά δεδομένα μας. Όσοι ζουν εδώ πληρώνουν ακριβά τα ενοίκια τους, είναι σχετικά ευκατάστατοι.

Ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμον έξω, έλεγε ο Καβάφης. Δεν προλαβαίνω να νιώσω εδώ, τα μάτια μου κυριαρχούν. Κοιτάζω, χωρίς να νιώθω. Ίσως είναι πολύ όλο αυτό που αντικρίζω. Δεν ξέρω ή δεν μπορώ ακόμα να το επεξεργαστώ.

Περπατώντας, η εσωτερική σιωπή σπάει κι αρχίζουμε να τραγουδάμε ένα χαρούμενο τραγούδι, γνωστό, αφρικάνικο. Οι συνοδοί μας πιο αποφασιστικά κι εμείς ακολουθούμε.

Άραγε τι κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους εδώ; Δεν τολμώ να κάνω την ερώτηση.

Σκέφτομαι την οργή που μεγαλώνει στην Ελλάδα. Θυμός που γίνεται οργή, με όλα όσα συμβαίνουν. Με φοβίζει πολύ αυτή η οργή. Έχει ορμή και βία κι ανάγκη να διοχετευτεί κάπου. Πού θα εκφραστεί άραγε; Είναι οι γυναικοκτονίες στις οποίες διοχετεύεται;

Κι από την άλλη είναι ο Samuel.

Σε όλο το ταξίδι αναρωτιέμαι κι αναρωτιέμαι. Ένας Τανζανός tour operator που ήρθε να βοηθήσει τον φίλο του αφιλοκερδώς, ο οποίος όλο και μουντζουρώνει το ταξίδι αυτό. Παλεύει να το μουντζουρώσει ξανά και ξανά, αλλά δεν είναι ο μόνος. Συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα.

Κι έρχεται ο Σάμιουελ με κάποιο τρόπο να διορθώσει τα πράγματα. Για το φίλο του, για εμάς. Και τα καταφέρνει. Παράλληλα είναι ένας άνθρωπος που ίδρυσε και συντηρεί αυτοβούλως ένα ορφανοτροφείο με 10 παιδιά. Είναι αυτός που στη διαδρομή στο safari σταματάει το αμάξι να βοηθήσει όλους όσους χρειάζονται βοήθεια: να αλλάξουν λάστιχο, να φορτίσουν τη μπαταρία του αυτοκινήτου. Και τα καταφέρνει. Αλλά, γιατί;

Γιατί αυτός ο αλτρουισμός;

Δεν έχει τίποτα να κερδίσει.

Υπήρξαν στιγμές που ήθελα να φύγω τρέχοντας, να τρέχω και να τρέχω και να μη κοιτάξω πίσω. Υπήρξε στιγμή που ένας άνθρωπος πέθανε δίπλα μας στο αεροπλάνο εν ώρα πτήσης.

Εξάσκησα πολύ την υπομονή μου εδώ. Και την καρτερικότητα. Και ο Σάμιουελ υπομονετικά και καρτερικά μας εξηγεί, βρίσκει λύσεις, σώζει την κατάσταση.

Η κατεύθυνση προς την οποία θα αποφασίσω να στρέψω το φακό είναι θέμα προσωπικής επιλογής και ευθύνης. Τι θα αποφασίσω να φωτίσω; Την ομορφιά ή την ασχήμια; Τη ζωή ή το θάνατο; Όλα όσα έχω να κερδίσω από αυτή τη δύσκολη κατάσταση ή όλα όσα χάνω;

Ίσως ο Σάμιουελ και η στάση ζωής του να είναι ένα από τα μαθήματα που ήρθα να πάρω από εδώ.

Το βράδυ, πηγαίνοντας για ύπνο νωρίς στο Karatu, επιτέλους ξεσπάει η βροχή.

Ένα ακόμη πρωινό ξύπνημα για την Arusha.

Στο δρόμο προς το ορφανοτροφείο.

Είναι δύσκολο για εμένα να περιγράψω αυτή την εμπειρία. Προς στιγμήν σκέφτηκα να την παραβλέψω. Να την κρατήσω για τον εαυτό μου. Είναι πολύ προσωπική βλέπεις. Έπειτα όμως σκέφτηκα πως υπάρχουν άπειροι λόγοι να ειπωθεί.

Για όποιον την αντέχει.

Φτάσαμε στο χώρο του ορφανοτροφείου όπου δεκάδες μικρά παιδιά έτρεξαν κατά πάνω μας. Δύο-τρία-τέσσερα χέρια σε κάθε μου χέρι να με κρατάνε σφιχτά κι άλλα πόσα να με αγκαλιάζουν μπροστά και πίσω.

Σαν γροθιά στο στομάχι.

Διπλώνομαι εσωτερικά.

Ένιωθα λες και με παρακαλούσαν να τα πάρω μαζί μου. Ή μήπως είχαν τόση ανάγκη την αγκαλιά, την επαφή;

Τους μοιράζουμε παιχνίδια. Ανυπόμονα καθώς ήταν πέφτουν όλα επάνω μου. Δεκάδες χέρια επάνω μου κι εγώ μοιράζω και προσπαθώ να μην αδικήσω κανένα. Προσέχω εκείνα που διστάζουν, τα πιο ντροπαλά ή τα πιο περήφανα που κάθονται πιο πίσω. Μην αδικήσω, μην αφήσω κανένα παραπονεμένο.

Καθόμαστε στο χώρο του φαγητού. Τα παιδιά γύρω μας. Ο άνθρωπος που είναι υπεύθυνος για όλο αυτό, ο Faraja, κάθεται να συζητήσουμε. Κάθομαι οκλαδόν σε ένα ξύλινο παγκάκι απέναντί του και ακούω την ιστορία του, που δεν αντέχει να πει στα αγγλικά και αφηγείται στα σουαχίλι.

Διώχνει τα παιδιά να παίξουν.

Να μην ακούσουν.

Τον ρωτάω γιατί το κάνει όλο αυτό. Ένα παρατημένο παιδί κι εκείνος στους δρόμους, γύρω στα 7 του, έφαγε από τα σκουπίδια κάτι δηλητηριασμένο. Άρρωστο και πεταμένο στο δρόμο τον βρήκε μια αμερικανίδα, τον πήγε στο νοσοκομείο, τον φρόντισε. Όταν έγινε καλά, ξεκίνησε να δουλεύει στα ορυχεία. Μάζευε λεφτά και τα έκρυβε σε μια τρύπα στη γη. Η πλάτη του γεμάτη ουλές. Δεν ξέρει καν πόσο χρόνων είναι. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να φτιάξει έναν χώρο για παρατημένα παιδιά, σαν εκείνον. Παιδιά που παίρνει από τις φυλακές, παιδιά που τριγυρνάνε μόνα τους στους δρόμους. Ένα από αυτά βρέθηκε σε μια σακούλα που την κουβαλούσε με τα δόντια του ένα σκυλί.

Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει τη βοήθεια που δέχτηκε. Κι ας μην έμαθε ποτέ το όνομα της γυναίκας που τον έσωσε. Δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα, η επικοινωνία τους συναισθηματική. Η ανθρωπιά και η φροντίδα.

Κι έτσι, έφτιαξε αυτό το καταφύγιο που φιλοξενεί σήμερα 200 παιδιά. Παιδιά χωρίς ρίζες. Τριάντα από αυτά πάσχουν από AIDS. Τα φάρμακα για το AIDS είναι και τα μόνα που τους παρέχει δωρεάν η κυβέρνηση. Φροντίζουν να καλλιεργούν τη γη για να έχουν φαγητό. Και δέχονται δωρεές, κυρίως από το εξωτερικό.

Ο Faraja μας ξεναγεί στο χώρο. Δυο τρία μεγάλα δωμάτια με 20-25 κρεβάτια όπου κοιμούνται εναλλάξ τα παιδιά στο κρεβάτι και στο πάτωμα. Μία εβδομάδα στο κρεβάτι ανά τρία παιδιά, μία στο πάτωμα. Σχολείο, μαγειρείο, τραπεζαρία, ξενώνας για ύπνο και μια αυλή. Για να παίζουν.

Οι παιδικές καραμούζες που τους φέραμε ακούγονται στο βάθος. Παιδικά ποδοβολητά. Όταν αντίκρισα την παιδική τους χαρά, έσπασε κάτι μέσα μου.

Δεν ήθελα όμως να κλάψω εδώ.

Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου κι έμεινε εκεί. Ήταν εκεί όσο μας ξεναγούσαν στο χώρο. Ήταν εκεί όσο παίζαμε με τα παιδιά που ορμούσαν στην αγκαλιά μας. Ήταν εκεί όταν κάναμε αστείες φάτσες στην κάμερα. Ήταν εκεί όσο τραγουδούσαμε όλοι μαζί. Ήταν εκεί καθώς τα αποχαιρετούσαμε. Έμεινε εκεί για πολύ. Μέχρι να βρει ασφαλή χώρο.

Η συνείδηση της ανημποριάς. Και της αδυναμίας. Ο πόνος της αδικίας. Και η φτώχεια. Η απέραντη. Πώς να ανοίξεις αυτή την πόρτα; Είναι ατελείωτα όσα θα βρεις μέσα. Πόνο. Αυτό ένιωθα. Απέραντο πόνο.

Σαν την απέραντη γη των προηγούμενων ημερών. Αυτή η εικόνα ήρθε στο νου μου.

Ρωτάνε τον Faraja γιατί τα εγκατέλειψαν. Τον φωνάζουν πατέρα. Κι εκείνος τους λέει πως είναι πατέρας της καρδιάς.

Κι από την άλλη, πόση τύχη είχαν αυτά τα παιδιά που μέσα στον πόνο της εγκατάλειψης βρήκαν ένα σπίτι. Αγάπη, μια ζεστή αγκαλιά και το ένα το άλλο.

Παίζει ένα τραγούδι της Sinach, το Way maker στο βάθος.

Με αυτά τα μεγάλα μάτια. Τα παραπονεμένα αλλά και τα χαρούμενα.

Κι αυτή η γη, η ατελείωτη…

Κι εγώ, μια τόση δα κουκκίδα μέσα της.

See Also

Αυτό, ίσως είναι ένα ακόμη μάθημα που μου χάρισε απλόχερα αυτός ο τόπος.

Το πρωί στις 04:00 ξυπνάμε για το

. Τον μεγάλο κρατήρα μέσα στον οποίο ζουν συγκεντρωμένα τα περισσότερα άγρια ζώα. Δεν είναι κρατήρας όμως, λένε. Είναι καλντέρα, γιατί οι κρατήρες είναι στις κορυφές των βουνών. Τούτος εδώ είναι ένας τόπος τριγυρισμένος από βουνά και σύννεφα. Και στη μέση, καθαρός ουρανός. Δεν καταφέραμε να εντοπίσουμε τον ρινόκερο για να συμπληρώσουμε το big five. Λίγο με νοιάζει. Γνωρίσαμε τον Αμντούλ, την Zahi από το Μαυρίκιο, τον Άλι και την Καμίλια από τη Γαλλία. Ο Σαμιουελ μας είχε δανείσει τα κυάλια του κι έτσι μπορούσα να κοιτάζω και να εντοπίζω τα ζώα κάνοντας την έξυπνη στους νεοφερμένους. Εξηγούσαμε τη συμπεριφορά των ζώων και ο οδηγός μας συμπλήρωνε.

Επιστρέφουμε στην Arousha, 3 ώρες δρόμο με ένα αυτοσχέδιο ταξί, που σταματάει κάθε τρεις και λίγο για να πάρει ντόπιο κόσμο που στοιβάζεται στα καθίσματα. Γυναίκες που θέλουν να μας πουλήσουν μπανάνες σε κάθε στάση, κόσμος φορτωμένος με πράγματα μπαίνει και βγαίνει, 4 έφηβοι στα μπροστινά καθίσματα χαζεύουν βίντεο στο κινητό τους. Κουρασμένες από τα πηγαινέλα πηγαίνουμε νωρίς για ύπνο.

Το πρωί στις 06:00 φοράω τα ορειβατικά μου και ετοιμάζομαι να πάρω μια γεύση του όρους Κιλιμάντζαρο.

Κι άλλα ευτράπελα, όλο και ξεφυτρώνουν εμπόδια αλλά βρίσκουμε τρόπους. Βρίσκουμε δρόμους. Ο Ομάρι, που μας πάει στο Moshi, την τελευταία πόλη πριν το Κιλιμάντζαρο, μας λέει: «Λυπάμαι για όσα σας συνέβησαν αλλά σε ένα καλάθι με φρούτα, μερικά από αυτά θα είναι χαλασμένα. Αλλά οι περισσότεροι είμαστε έντιμοι άνθρωποι εδώ». Και τον πιστεύω. Άλλωστε αν δεν υπήρχαν αυτά τα χαλασμένα πώς θα εκτιμούσαμε τα καλά; Και πώς θα τα αναγνωρίζαμε;

Καθώς ανεβαίνουμε προς την πύλη εισόδου μας για το Κιλιμάντζαρο, ο καιρός γίνεται λίγο πιο δροσερός. Μετά τα διαδικαστικά ανηφορίζουμε σε ένα καταπράσινο μονοπάτι, όλες οι αποχρώσεις του πράσινου εδώ, υγρασία και ζούγκλα. Ένα ποτάμι, ο ήχος του νερού που κυλά φτάνει στα αυτιά μας που και που, διασχίζουμε ξύλινες γέφυρες και συνεχίζουμε μια συγκλονιστική ανάβαση την οποία δεν χορταίνουν τα μάτια μου. Ξέφωτα εδώ κι εκεί, και όσο ανεβαίνουμε η πυκνή βλάστηση γίνεται πιο αραιή μεταβάλλοντας τη θερμοκρασία.

Εγώ και ο οδηγός βουνού μπροστά, η Κωνσταντίνα με παροτρύνει να κάνω την ερώτηση: «Φράνσις, τι σε κάνει χαρούμενο;» Ο Φράνσις εκπλήσσεται, δυσκολεύεται να καταλάβει την ερώτηση. Δεν ξέρω αν η δυσκολία αυτή έχει να κάνει με τη γλώσσα, τη συναισθηματική του εκπαίδευση ή τον αιφνιδιασμό του. Αντιστρέφει την ερώτηση: «Εσένα», μου λέει, «τι σε κάνει χαρούμενη στην καθημερινότητα;»

Και κάπως έτσι ανοίγουμε μια πολύ πλούσια συζήτηση, τον Φράνσις να εκφράζει πολύ αγνές, όμορφες και εύστοχες απορίες, όπως: Πώς μπορώ να ακούω τον εαυτό μου; Συναίσθημα και λογική είναι δύο διαφορετικά πράγματα; Αλήθεια; Πώς μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι συνεχώς τα προβλήματα μου;

Ο Φράνσις ανεβαίνει στην κορυφή του Κιλιμάντζαρο 3 φορές το μήνα. Στα 5.885 μέτρα. Πολλές φορές κοιμάται στον κρατήρα της κορυφής στους -15 βαθμούς Κελσίου και έπειτα παίρνει το δρόμο της κατάβασης. Σήμερα μαζί του δεν κουβαλάει τίποτα, μόνο ένα μπουκάλι νερό.

Η δυτική ακρώρεια του Κιλιμάντζαρο λέγεται στη γλώσσα των Μασάι «Νγκάντζε Νγκάι». Οίκος του Θεού.

Με ρωτάει, «Πιστεύεις στο Θεό»; «Όταν όλα χάνονται», μου λέει, «τότε αφήνομαι στην πίστη στο Θεό». «Ξέρω πως εκείνος αργά ή γρήγορα θα με βοηθήσει. Και με αυτό τον τρόπο ησυχάζω».

Ανεβαίνουμε στο βουνό συζητώντας με ενδιαφέρον με έναν ξένο, έναν Τανζανό οδηγό βουνού που με εκπλήσσει ευχάριστα, μέσα σε πυκνή πράσινη βλάστηση και φως που εισχωρεί και χάνεται μέσα από τα πανύψηλα δέντρα. Και ομίχλη. Νιώθω λες και είμαι σε έναν άλλο τόπο μεταφυσικό και παράλληλα εδώ, τόσο κοντά στη φύση, σε μια στιγμή τόσο ανθρώπινη με κάποιον που ίσως δεν ξαναδώ ποτέ.

Ώρες αργότερα, καθώς περπατάω στην αγορά του Moshi σκέφτομαι πως ο Φράνσις, χωρίς να το ξέρει, έδωσε μια απάντηση στην ανημποριά. Όταν είμαι ανήμπορος, είπε, αφήνομαι σε μια ανώτερη δύναμη. Για εκείνον είναι ο Θεός. Για εμένα ίσως είναι η επιστροφή στην εσωτερική μου ασφάλεια. Η παραδοχή και ίσως η αποδοχή ότι δεν κατέχω τον έλεγχο σχεδόν σε τίποτα σε αυτή τη ζωή.

Για εσένα;

Ψάχνοντας το ξενοδοχείο μας στο Moshi, ο οδηγός μας σταματάει έναν Αφρικανό μοτοσυκλετιστή. Μας λέει πως στα μέρη τους αυτό είναι το τοπικό τους gps. Του δίνει τη διεύθυνση του ξενοδοχείου, του πληρώνει τη βενζίνη μέχρι εκεί, εκείνος μπροστά, εμείς πίσω, κι αυτός είναι ο τρόπος τους -ελλείψει internet- να βρουν το μέρος που ψάχνουν.

Το απόγευμα αποχαιρετάμε τον Σάμιουελ και τον Άντισον που μας συνόδευσαν μέχρι εδώ, όπως υποσχέθηκαν. Υποσχόμαστε πως θα ξαναβρεθούμε. Ίσως σε ένα επόμενο ταξίδι στη Ναμίμπια. Ποιος ξέρει;

Άνθρωποι αγνοί, συνεπείς και αληθινοί. Αφοπλιστικοί.

Επιλέγω να κρατήσω αυτή τη γεύση των ανθρώπων από εδώ.

Το ταξίδι αυτό είναι γεμάτο εικόνες και πρωτόγνωρα ερεθίσματα αλλά εδώ, για εμένα, τα συναισθήματα κυριαρχούν. Όσα βλέπουν τα μάτια μου ανταγωνίζονται δίκαια όσα νιώθει η ψυχή μου. Αλλά κερδίζει η ψυχή.

Φεύγοντας από την Τανζανία -στο δρόμο για τη Ζανζιβάρη- παίρνω μαζί μου το ηλιοβασίλεμα στο Serengeti, την αχανή γη, την απέραντη μέχρι τον ορίζοντα. Τα έντονα χρώματα των Μασάι στους δρόμους. Το όμορφο φως. Τα εκφραστικά μάτια των παιδιών. Τα γεμάτα συναισθήματα. Και κυρίως την επαφή με τους ανθρώπους. Ανθρώπους φτωχούς και όμορφους. Απλούς, ειλικρινείς και καθαρούς.

Και θα χαθούμε, όπως χάνονται οι άνθρωποι που αντάμωσαν τυχαία από ξένους κόσμους. Όπως λέει ο Κορτώ.

Στις αποσκευές μου, μαζί με τα ρούχα τα σκονισμένα, τα νωπά από την υγρασία, τα γεμάτα χώματα, κουβαλώ ένα μεγάλωμα μέσα μου.

Όλα μα όλα εδώ με εξωθούν σε μια εσωτερική διεργασία. Μια βουτιά εντός μου.

Τόσος πλούτος.

Μέχρι τον επόμενο προορισμό.

* Τάδε έφη Χαράλαμπος Μπίζας, ο πιο πολυταξιδεμένος άνθρωπος στον κόσμο

 

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη yogini mama (@yoginimama_gr)

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη yogini mama (@yoginimama_gr)

 

View this post on Instagram

 

A post shared by yogini mama (@yoginimama_gr)

 

 

Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.

 

Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη yogini mama (@yoginimama_gr)

 

 

 

Θάλεια  Σταράμου

 

 

What's Your Reaction?
Excited
5
Happy
3
In Love
3
Not Sure
0
Silly
0

© 2019 Yoginimama Powered by e-iT

Scroll To Top