Ένας από τους λόγους που ταξιδεύω είναι η δίψα μου να γνωρίσω την κουλτούρα των ανθρώπων, τον τρόπο που σκέφτονται και ζουν σε μέρη μακρινά από τα δικά μας. Την ιστορία του τόπου τους, που έχει σμιλέψει και καθορίσει το μέσα τους αλλά και την προσωπική τους ιστορία. Και μέσα από αυτήν, τη σύνδεση με το δικό μου «μέσα».
Αυτό έψαχνα και σε αυτό το ταξίδι στην Ασία.
Ξεκίνησα να γράφω αυτή την ιστορία από το Koh Kood, το καταπράσινο νησί του κόλπου της Ταϋλάνδης με τα τιρκουάζ νερά, ένα μεσημέρι όλο σύννεφα υγρά και γκρίζο, στη θάλασσα.
Στην ησυχία και τον παφλασμό των κυμάτων στην ακτή, διαβάζω το βιβλίο της Maya Angelou, “I know why the caged bird sings” που το πήρα μαζί μου από την Αθήνα αλλά δεν κατάφερα να το ανοίξω μέχρι σήμερα.
Διαβάζω για μια σκηνή γύρω στο 1940 στον Αμερικανικό νότο, όπου η μικρή Maya περιγράφει τον εξευτελισμό της μαύρης γιαγιάς της από λευκά κορίτσια, τη γιαγιά να υπομένει τον εξευτελισμό και τη Maya οργισμένη αλλά ανήμπορη να αντιδράσει.
Και κάπως έτσι, γυρίζω αυθόρμητα το βλέμμα μου ψηλά, κλείνω το μάτια, κρατώντας την τελευταία εικόνα μου, τον γκρι ουρανό, κι αποφασίζω να αφηγηθώ την ιστορία αυτού του ταξιδιού.
Ένα Σάββατο πρωί φύγαμε.
Από το αεροδρόμιο της Αθήνας για το Hanoi, την πρωτεύουσα του Vietnam. Ένα πολύωρο ταξίδι με την απειλή του κορονοϊού στα αυτιά μας και τον κόσμο με μάσκες όλων των λογιών, στα αεροπλάνα, τα αεροδρόμια, παντού. Το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης που αποτελεί τον ενδιάμεσο σταθμό μας, άδειο τα ξημερώματα. Βγαίνουμε στην ταράτσα στους 27 βαθμούς, η υγρασία μας χτυπάει καθώς περνάμε την πόρτα. Ένα φεγγάρι θολό από πάνω μας. Συνειδητοποιούμε πού βρισκόμαστε και πού πάμε. Νωρίς το πρωί, μπαίνουμε στο αεροπλάνο για το Ανόι. Οι διαδικασίες για τη βίζα συνοπτικές και κάπως έτσι φτάνουμε στο Βιετνάμ.
Ο οδηγός μας μάς περιμένει για να μας μεταφέρει σε ένα μικρό ξενοδοχείο που βρίσκεται πίσω από ένα πλυντήριο αυτοκινήτων στο κέντρο του Ανόι. Βιετναμέζοι σαπουνίζουν προσηλωμένοι αμάξια, μηχανάκια, ενώ οι σαπουνάδες τρέχουν και κυλάνε σχηματίζοντας λευκά ρυάκια στο δρόμο.
Βρίσκουμε την είσοδο του ξενοδοχείου που είναι κρυμμένη πίσω από το πλυντήριο. Μας κερνάνε κρύο τσάι που μάλλον ξέμεινε από το πρωινό και μας οδηγούν στο δωμάτιο που θα μας φιλοξενήσει για ένα βράδυ.
Το μικρό μπαλκόνι βλέπει το πλυντήριο και ντόπιους να πουλούν στο απέναντι πεζοδρόμιο την πραμάτεια τους, παιδιά να τρέχουν εδώ κι εκεί και κόσμο βιαστικό και αμίλητο να διασχίζει το δρόμο προσπαθώντας να αποφύγει τα νερά του πλυντηρίου. Αποφασίζουμε να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη, ταλαιπωρημένες από το ταξίδι, με ένα δυνατό βιετναμέζικο καφέ στο χέρι. Αγαπημένη συνήθεια. Ο καφές τους είναι φημισμένος και γευστικός. Επιτέλους.
Περιδιαβαίνουμε τους δρόμους της συννεφιασμένης πόλης, της πολύβουης, παλεύοντας να περάσουμε απέναντι καθώς αυτοκίνητα, μηχανάκια, λεωφορεία, ποδήλατα κυκλοφορούν άναρχα στους δρόμους, με ένα εντελώς δικό τους σύστημα καθώς διασταυρώνονται. Με ένα δικό τους τρόπο συνεννοούνται, κινούνται σε χαμηλές ταχύτητες, σταματούν κλάσματα δευτερολέπτου πριν την πρόσκρουση, επικοινωνούν με τα μάτια ανέκφραστοι σχεδόν και περνάνε.
Κατευθυνόμαστε στη λίμνη Hoan Kiem, κάνουμε το γύρω της, κόσμος κάνει tai chi δίπλα στη λίμνη, κορίτσια χορεύουν ρυθμικά στους ρυθμούς της μουσικής τους, γυναίκες με ποδήλατα φορτωμένα καλάθια με πολύχρωμα φρούτα και λαχανικά.
Ένας στενός δρόμος με μαγαζάκια και κατοικίες δεξιά και αριστερά με ένα τρένο να περνάει ανάμεσα, ξυστά από τα πόδια σου, στο παλιά κομμάτι της πόλης.
Κάποτε απαγόρευσαν την είσοδο των τουριστών στο διάσημο train street του Ανόι γιατί δημιουργούσαν συνωστισμό εμποδίζοντας το τρένο να περάσει. Τώρα πια, κάποια τμήματά του είναι κλειστά, ενώ επιθετικοί αστυνομικοί βρίσκονται στην είσοδο με τα κιγκλιδώματα, επιτρέποντας την είσοδο μόνο στους τουρίστες που προσκαλούνται από κάποιον ιδιοκτήτη καφέ, που θα τους συνοδεύσει στο καφέ ή το εστιατόριό του. Κάθε μερικές ώρες το τρένο σφυρίζει από μακριά και περνάει σχεδόν χωρίς να μειώσει ταχύτητα ανάμεσά μας ενώ έκπληκτοι τουρίστες μαζεύουν τα πόδια τους, τραβάνε στην άκρη ποδήλατα, καρέκλες, τραπεζάκια και τρέχουν να σωθούν καθώς το τρένο περνά ξυστά και χάνεται. Καθώς τρώμε noodles και ramen με λαχανικά, ο ιδιοκτήτης του καφενείου μας πιάνει την κουβέντα, ένας γελαστός και χαρούμενος τύπος που απευθύνεται σε όλους, απολαμβάνει να μιλά αγγλικά και να δίνει πληροφορίες. Φεύγουμε από εκεί εντυπωσιασμένες κάνοντας μια ακόμη βόλτα στη φωτισμένη λίμνη, βραδινή αυτή τη φορά.
Μια κόκκινη γέφυρα τη διασχίζει ενώ κόσμος πολύς κάνει το γύρω της, κάθεται σε παγκάκια με θέα στο νερό, χαζεύει, γελά.
Ο δρόμος μας βγάζει στο night market της πόλης, γεμάτο χρώματα. Μικρά σοκάκια αλλά και μεγάλοι δρόμοι γεμάτοι μαγαζάκια που πουλάνε τα πάντα.
Στο ταξίδι αυτό θα επισκεφτούμε πολλά και διάφορα night markets που βρέθηκαν στο διάβα μας.
Γύρω στις 08:00 της επόμενης μέρας ξεκινάμε για το ταξίδι μας στο Ha Long bay. Σε ένα μικρό παλιό λεωφορείο, ταξιδεύουμε 3-4 ώρες βιώνοντας την τρελή οδήγηση των Βιετναμέζων στους επαρχιακούς δρόμους έξω από το Ανόι. Στη διαδρομή μας ποτάμια, νυσταγμένα χωριά και ριζοχώραφα, εργάτες να δουλεύουν, σκυμμένοι μες το νερό με τα χαρακτηριστικά τους κωνικά καπέλα και τα μπατζάκια των παντελονιών τους ανεβασμένα, τάφοι μέσα στα χωράφια, διάσπαρτοι εδώ κι εκεί, όπου θάψανε τους νεκρούς τους για να είναι κοντά στις οικογένειές τους, λακκούβες που μας κάνουν να τρανταζόμαστε κάθε τρεις και λίγο και σιωπηλοί τουρίστες που χαζεύουν το τοπίο.
Φτάνουμε στην αποβάθρα γύρω στις 12:30, όπου μας περιμένει το tender που θα μας πάει στο πλοίο. Μας κερνάνε τσάι καθώς οδηγούμαστε στα δωμάτια με θέα τον κόλπο. Κωπηλατούμε στα ήρεμα νερά, με το καγιάκ, πλησιάζοντας τα καταπράσινα νησιά του κόλπου που εκτείνονται μέχρι εκεί που βλέπει το μάτι σου. Οι φωνές μας δημιουργούν αντίλαλο μέσα στην ησυχία. Αντικρίζω το μοναδικό τοπίο πριν επιστρέψουμε στο πλοίο μετά από μια όμορφη βόλτα.
Ανεβαίνουμε στο Ti top island, ένα από τα εκατοντάδες νησιά, από όπου μπορείς να δεις τον κόλπο από ψηλά. 400 σκαλιά για να φτάσεις, συνωστισμός για τις απαραίτητες φωτογραφίες και μια στιγμή ηρεμίας καθώς αντικρίζεις το πράσινο, σε όλες του τις αποχρώσεις. Πάνω από 1000 νησιά, προστατευόμενα από την UNESCO ως μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς από το 1994 κι ένα από τα επτά νέα θαύματα του κόσμου.
Πουλιά, γεράκια, κοράκια πετούν εδώ κι εκεί ενώ το κελάηδημά τους ακούγεται εκκωφαντικό λόγω της ακουστικής του κόλπου. Ζώα που ζουν αποκλειστικά σε αυτά τα καταπράσινα νησιά, μαϊμούδες που πηδούν από το ένα νησί στο άλλο. Εδώ μπορείς να βρεις και τα floating markets των Βιετναμέζων, που όμως η κυβέρνηση του Βιετνάμ αρνείται να ενισχύσει οικονομικά διότι η συνέχιση της λειτουργίας τους αποκλείει τα παιδιά από την εκπαίδευση, αφού δουλεύουν κι εκείνα με τους γονείς τους στις βάρκες. Τους παροτρύνουν, δίνοντας κίνητρα, να μεταφερθούν στην ενδοχώρα ενώ όσους επιμένουν να ζουν στα πλεούμενα χωριά, τους αφήνουν στην ησυχία τους.
Ένα τέτοιο πλοιάριο, περνά με την πραμάτεια του από μπροστά μας με ένα 6χρονο παιδί στην πλώρη, ξυπόλυτο, να κουνά ρυθμικά τα πόδια του χαζεύοντας τα αγκυροβολημένα κρουαζιερόπλοια.
Το ξημέρωμα μας βρίσκει με tai chi στο κατάστρωμα και τη θέα να διαταράσσεται από την ομίχλη του πρωινού. Καθώς η μέρα προχωρά, επισκεπτόμαστε το φημισμένο σπήλαιο Surprise. Ανυπομονώ να επιστρέψουμε στο πλοίο, παίρνω τον καφέ μου και μεταφέρομαι στην πλώρη του κρουαζιερόπλοιου. Μια μοναχική στιγμή, με τον ήλιο σε ένα δικό του παιχνίδι να βγαίνει και να κρύβεται στα σύννεφα ενώ το πλοίο σχίζει απαλά τα νερά, ανάμεσα σε δεκάδες νησιά, στην απόλυτη ησυχία που σε σπρώχνει να εναρμονιστείς με τη φύση θες δεν θες.
Στα μέσα της επιστροφής, αποχαιρετάμε τον Tony, τον ξεναγό μας, πηγαίνοντας προς το αεροδρόμιο Noi Bai με κατεύθυνση την πόλη Hoi An.
Προσγειωνόμαστε στη Da Nang, όπου μας περιμένει ο οδηγός μας. Διασχίζουμε την πόλη με τα τεράστια ξενοδοχειακά συγκροτήματα δίπλα στην ακτή που θέλουν τόσο να εντυπωσιάσουν και να δελεάσουν τον τουρίστα, τα πολύχρωμα φώτα και το γνωστό κιτς θέρετρο Ba Na Hills με τη φημισμένη golden bridge των απανταχού instagrammers. Μετά από μισή ώρα διαδρομή θα φτάσουμε στην όμορφη Hoi An.
Εδώ θα γνωρίσουμε την γλυκύτατη miss Ten, που θα μας φιλοξενήσει στο homestay της που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
Η πόλη γεμάτη πολύχρωμα φαναράκια, κρεμασμένα στα σπίτια, στα καφέ, τα εστιατόρια, τις βάρκες του ποταμού, στο δρόμο, παντού.
Σκέφτομαι αυτή την πόλη και στο μυαλό μου έρχεται η γαλλική αρχιτεκτονική των κτιρίων, οι γυναίκες με την παραδοσιακή βιετναμέζικη «ζυγαριά» που κουβαλούν πολύχρωμα φρούτα,
οι χρωματιστοί φανοί, ένα όμορφο ποτάμι,
χωράφια με βότανα και μυρωδιές,
και η θάλασσα με τα πελώρια κύματα να σκάνε ορμητικά στην ατελείωτη παραλία.
Εδώ ένα βράδυ πήραμε μια βάρκα και ψιθυρίζοντας μια ευχή αφήσαμε ένα φαναράκι να γλιστρήσει στα νερά του ποταμού, με τη φλόγα του κεριού να απομακρύνεται σιγά-σιγά από το μάτι. Δεκάδες πολύχρωμα φαναράκια να κυλούν νωχελικά στο ποτάμι ενώ η λάμψη των κεριών φωτίζει το νερό δημιουργώντας ένα πολύχρωμο θέαμα.
Εδώ ένα πρωί με πολύ ζέστη πήραμε τα ποδήλατα και χαθήκαμε μέσα σε ριζοχώραφα, χωράφια με όλων των ειδών τα βότανα στο Tra que village, εργάτες να καλλιεργούν τη γη και να ποτίζουν, περιπλανηθήκαμε σε χωριά γύρω από την πόλη, σε στενά πράσινα δρομάκια με νερό δεξιά κι αριστερά και νεροβούβαλους αλλά και στην απέραντη παραλία An Bang.
Εδώ γνωρίσαμε ένα ζευγάρι γάλλων στις ιχθυοκαλλιέργειες, με τον άνδρα να μας λέει για τους μαραθώνιους που τρέχει, για τον κλασικό μαραθώνιο της Αθήνας αλλά και για τη δυσκολία του μαραθωνίου της Νέας Ζηλανδίας που τον έκανε να σταματήσει πολλές φορές και να περπατήσει.
Εδώ ήπιαμε έναν egg coffee στο ηλιοβασίλεμα στο Bird café και φάγαμε Cau Lao σε υπαίθριες αγορές, ένα παραδοσιακό πιάτο με noodles αποξηραμένα στον ήλιο, καπνιστό χοιρινό και λαχανικά σε λίγο ζωμό. Περιηγηθήκαμε σε αγορές που στο παρασκήνιο τους έβλεπες απλωμένα noodles να αποξηραίνονται στον ήλιο δίπλα στο ποτάμι.
Σε κάθε αυλή κι ένα δέντρο, σαν το κερκυραϊκό κουμ κουάτ, στολισμένο την πρωτοχρονιά για καλή τύχη.
Την επόμενη μέρα μας παραλαμβάνει ένας οδηγός που θα μας ξεναγήσει στο My Son, τον μεγαλύτερο και παλιότερο αρχαιολογικό χώρο του Βιετνάμ, με διάσπαρτους βασιλικούς τάφους και ναούς από τούβλο και πέτρα, του πρώτου κυρίαρχου πολιτισμού του Βιετνάμ, του Βασιλείου των Champa, που έζησαν μεταξύ 4ου και 15ου αιώνα.
Αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, το οποίο όμως βομβαρδίστηκε από τους Αμερικανούς κατά τον πόλεμο του Βιετνάμ, σημάδια των οποίων –βομβαρδισμών- μπορεί να δει κανείς ακόμα και σήμερα.
Επιστρέφουμε στη Χόι Αν με βάρκα διασχίζοντας τον ποταμό Thu Bon ενώ το μάτι μου αφήνεται σε εικόνες ψαράδων που νωχελικά ρίχνουν τα δίχτυα τους στο νερό, με τη μηχανή της βάρκας τους να ακούγεται ρυθμικά ταράζοντας την ησυχία και τη μεσημεριανή ραστώνη.
Αποχαιρετάμε τη γλυκιά miss Ten κι επιστρέφουμε στο αεροδρόμιο από όπου ήρθαμε με προορισμό τη Siem Reap της Καμπότζης.
Καθώς φεύγω από το Βιετνάμ κρατάω τα έντονα χρώματα των φρούτων, το πράσινο του Ha Long bay, το κοψοχόλιασμα του street train στο Hanoi και την τρελή οδήγηση, τα πολύχρωμα φαναράκια της Hoi An, τα ριζοχώραφα της επαρχίας, τα παραδοσιακά τους καπέλα.
Το άγριο μπλε-γκρι της θάλασσας, το πράσινο των χωραφιών. Και την εικόνα της φλόγας καθώς κυλά στον ποταμό και χάνεται.
Μέχρι τον επόμενο προορισμό.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην αγαπημένη μου Κωνσταντίνα Τσούφη για τις όμορφες φωτογραφίες και τα βίντεο
Θάλεια Σταράμου