Now Reading
Λάος

Λάος

Λάος

Με μια παρόρμηση και μια ευχή να μέναμε περισσότερο, φεύγουμε από τη Siem Reap της Καμπότζης με κατεύθυνση την πόλη Luang Prabang του Laos. Προσγειωνόμαστε στο λιλιπούτειο αεροδρόμιο την ώρα του ηλιοβασιλέματος, λίγο πριν από το σούρουπο. Καθώς κατεβαίνω από το αεροπλάνο, κοιτάζω τριγύρω μου, κάνω μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου. Αχνό μωβ και ροζ στον ουρανό κι από κάτω του χαμηλά βουνά για να τον συντροφεύουν, σαν σε παιδική ζωγραφιά.

Η διαδικασία για την έκδοση της βίζας γρήγορη, 36 δολάρια για τον καθένα, 35 για τη βίζα κι 1 δολάριο για το service. Ο οδηγός μας μάς περιμένει χαμογελαστός, παρότι τον ενημερώσαμε ότι ερχόμαστε μόλις λίγες ώρες πριν. Μπαίνουμε σε μια καρότσα, κλειστή από πάνω, με θέσεις δεξιά κι αριστερά, φορτώνουμε και τις βαλίτσες. Τον ρωτάω αν μπορώ να καπνίσω στην καρότσα. “Happy in Lao”, μου λέει και ξεκινάμε για τη δεκάλεπτη διαδρομή μέχρι την πόλη. 

Φτάνουμε το σούρουπο, αφήνουμε τα πράγματά μας στο ξενοδοχείο και καθώς η νύχτα πέφτει, κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Μετά από μια μικρή νυχτερινή περιήγηση, καταλήγουμε στο cafe-bar Utopia, όπου backpackers και τουρίστες χαλαρώνουν στα ξύλινα χαμηλά καθίσματα της αυλής, δίπλα από τον ποταμό Nam Khan. Οι σερβιτόροι δεν ξέρουν αγγλικά, πασχίζουν να μετατρέψουν τα δολάρια σε Laotian kips και η μπύρα εδώ μόλις 2 δολάρια το ποτήρι. 

Μας κατακλύζει μια συγκίνηση, μια μελαγχολία, σαν αυτή που δεν χωράς στα ρούχα σου και προσπαθείς να ξεφύγεις. Ίσως η ίδια αμηχανία των προηγούμενων ημερών. Για την Καμπότζη που αφήσαμε; Τη χώρα των μύριων συναισθημάτων, των ξυπόλυτων χαμογελαστών παιδιών, των αγνών και ταπεινών ανθρώπων. 

Πότε χάσαμε αυτή την αγνότητα εμείς οι υπόλοιποι; Άραγε την είχαμε ποτέ;

Το πρωί, κόκορες ακούγονται από παντού, τρώμε πρωινό ατενίζοντας τα βαθυπράσινα νερά, τα ήρεμα, με αυτή την ηρεμία που μόνο στα νερά των ποταμών μπορείς να βρεις. Τριγύρω, πουλιά, ήλιος ζεστός να με ακουμπά κι ένα αεράκι ευπρόσδεκτο στο πρόσωπό μου. 

Περπατώντας στην πόλη, πέφτουμε πάνω στην pagoda  Wat Visounnarath, τον παλαιότερο ναό της πόλης. Μοναχοί τριγυρίζουν αθόρυβα στο χώρο, απλωμένα ρούχα περιμένουν να στεγνώσουν κάτω από τον δυνατό ήλιο, ξύλινοι κοιτώνες και χώροι προσευχής. 

Ο δρόμος μας πάει στον ποταμό Mekong, διασχίζουμε με μια βάρκα τα ήρεμα νερά του, εδώ βρίσκεις γαλήνη, στην απόλυτη ησυχία του τοπίου. Ο βαρκάρης ρίχνει μια τάβλα στην λασπωμένη όχθη και μας προτρέπει να ανέβουμε προς τα πάνω για να χαζέψουμε το χωριό Ban Xang Khong.

Εδώ παράγεται ένα ειδικό χαρτί που διατηρεί τα φυσικά χρώματα για τουλάχιστον τρία χρόνια, χωρίς να χρησιμοποιηθούν καθόλου χημικά. Οι ντόπιοι το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν βεντάλιες ζωγραφισμένες με λουλούδια κι ένα σωρό φαναράκια που μπορείς να χαζέψεις στα αυτοσχέδια υπαίθρια μαγαζάκια τους, στη μεσημεριανή ησυχία. Η γαλήνη αυτή του μεσημεριού με μεταφέρει στα μεσημέρια στο χωριό, τα ήσυχα, που το μόνο που διαταράσσει τούτη την ησυχία είναι ο ήχος των πιάτων και των μαχαιροπήρουνων, που έρχεται από τα ανοιχτά χαμηλά παράθυρα των σπιτιών, στο οικογενειακό τραπέζι. Μου προκαλεί ζεστασιά αυτή η σκέψη. Αυτή η αίσθηση. 

Ο βαρκάρης μας περιμένει στην όχθη, επιστρέφουμε με τη βάρκα στην πόλη ακολουθώντας την ίδια διαδρομή και αναμένουμε τον οδηγό μας που θα μας μεταφέρει στους καταρράκτες Kuang Si. Μετά από έναν διαπληκτισμό με τον οδηγό, που θέλει τα χρήματα σε Laotian kips, και μια στάση σε ανταλλακτήριο, περνάμε μέσα από χωριά, φύση, ζώα, παιδιά να τρέχουν στους δρόμους και μηχανάκια να κινούνται με ταχύτητα ανάμεσα σε χωράφια. 

Στο δάσος, στο ξεκίνημα του μονοπατιού για τους καταρράκτες, ένα καταφύγιο αρκούδας βρίσκεται στα δεξιά μας. Στο Tat Kuang Si Bear Rescue center προστατεύουν τις moon bears, τις μαύρες ασιατικές αρκούδες με το χαρακτηριστικό σημάδι κάτω από το λαιμό που μοιάζει με μισοφέγγαρο, από όπου πήραν και το όνομά τους. Τριγυρίζουν και κυλιούνται στο χώρο, παίζουν μεταξύ τους, ανάμεσα από δέντρα μπαμπού και πράσινο, λάστιχα αυτοκινήτου, βαρέλια και αυτοσχέδια παιχνίδια ενώ λίγο πιο δίπλα βρίσκονται τα μικρά τους. Στο καταφύγιο διασώζουν τις αρκούδες από το παράνομο εμπόριο, λαθρέμποροι τις φυλακίζουν για το υγρό της χοληδόχου κύστης τους που αποτελεί βασικό συστατικό της παραδοσιακής Κινεζικής ιατρικής, αλλά και από όσους τις προορίζουν για το πιάτο τους ή για κατοικίδια.

Περπατώντας μέσα στο πυκνό δάσος, ακούγεται νερό να κυλά και να πέφτει και καθώς πλησιάζουμε, αντικρίζουμε πισίνες νερού με μικρούς και μεγάλους καταρράκτες να χύνονται ορμητικά σχηματίζοντας ρυάκια, μικρές και μεγάλες λίμνες με ξύλινες γέφυρες να ενώνουν τα δύο κομμάτια στεριάς. Κόσμος πέφτει μέσα στο παγωμένο νερό, φωτογραφίζεται, κολυμπάει. Δεν είμαστε πολλοί τουρίστες κι έτσι έχουμε τη δυνατότητα να απολαύσουμε με κάποια σχετική ησυχία το τοπίο.

Καταρράκτες που όσο προχωράμε στο μονοπάτι μεγαλώνουν μέχρι να φτάσουμε στον πιο μεγάλο από όλους, 100 μέτρων ψηλό που ορμάει ταράζοντας τα ήρεμα νερά της πισίνας. Γιγάντιοι κορμοί δέντρων, μπαμπού και πράσινο παντού, πουλιά της ζούγκλας που ακούγονται από όλες τις κατευθύνσεις ενώ ο ήλιος κάνει παιχνίδια, διαπερνά την πυκνή βλάστηση και αντανακλάται στο καθαρά νερά. 

Στην επιστροφή, ο οδηγός του βαν τρώει, πίνει, μιλάει στο τηλέφωνο και γράφει ενώ οδηγεί μανιωδώς παίρνοντας τις απότομες στροφές αλλά ως εκ θαύματος επιστρέφουμε ασφαλείς στην πόλη. 

Την επόμενη μέρα αποφασίζουμε να επισκεφτούμε ένα καταφύγιο ελεφάντων από τα πολλά που υπάρχουν εδώ γύρω. Ξυπνάμε δίπλα στη φύση, στον όμορφο ποταμό αναμένοντας να έρθουν να μας πάρουν για το καταφύγιο. Καθώς φτάνουμε, χώμα, χρυσό χώμα και ζούγκλα. Αχανής πυκνή ζούγκλα. Από μακριά βλέπουμε 6-7 ελέφαντες να τριγυρίζουν στο χώρο. Ο όγκος και το μέγεθος τους εντυπωσιακό. Τους πλησιάζουμε. Ήρεμα, προϊστορικά ζώα, φαντάζουν ευγενή και άκακα, ενώ τα μεγάλα τους μάτια νομίζεις πως εκπέμπουν καλοσύνη. Παρά τον όγκο τους. Ενστικτωδώς τους πλησιάζω, τους χαϊδεύω διστακτικά καθώς στέκονται σχεδόν ακίνητοι και φιλικοί, χωρίς να νιώσω φόβο. 

Τους ταΐζουμε ζαχαρότευτλα, αγαπημένη τους λιχουδιά. Ο ελέφαντας, το τεράστιο αυτό ζώο, παίρνει από το χέρι μου το ζαχαρότευτλο με την προβοσκίδα του και το φέρνει στο στόμα του. Τα μεγάλα κομμάτια τα σπάει με τα δόντια του και τα μασά νωχελικά. Λαίμαργα καθώς είναι, όσο τα ταΐζουμε συνεχίζουν και τρώνε ακούραστα. 

Η πιο απολαυστική όμως στιγμή με αυτά τα τεράστια ζώα ήρθε λίγο αργότερα. Περπατώντας προς το ποταμό Ou, ακολουθούμε ένα κατηφορικό μονοπάτι, οι ελέφαντες μπροστά, σηκώνουν σκόνη με το κάθε πάτημά τους, κι εμείς από πίσω. Σε κάθε κλαδί, σταματούν και προσπαθούν να το ξεριζώσουν μασώντας με λαιμαργία. 

Φτάνοντας στην όχθη, ένας-ένας αρχίζουν να μπαίνουν μες το νερό και εμείς ακολουθούμε. Κάνουμε μπάνιο μαζί τους, οι ελέφαντες βυθίζουν το σώμα τους μέχρι το κεφάλι μες το νερό, ξανασηκώνονται, παίζουν πετώντας νερό με την προβοσκίδα τους δημιουργώντας μικρά συντριβάνια, μας βρέχουν, κάνουν θορύβους ευχαρίστησης. Τους ακουμπάμε, ακουμπάμε την προβοσκίδα τους κι εκείνοι είναι φιλικοί και δεκτικοί. Νιώθω να με κατακλύζει απίστευτη εσωτερική ζεστασιά, χαμογελάω. Μια γαλήνη με διαπερνά δίπλα σε αυτά τα ζώα.

Οι άνθρωποι του καταφυγίου παίζουν μαζί τους στο ζεστό φιλόξενο νερό του μεγάλου ποταμού κι εμείς ακολουθούμε. Μετά από αυτό το απολαυστικό μπάνιο, βγαίνουμε από το ποτάμι ενθουσιασμένες με αυτό το αναπάντεχο συναίσθημα, αυτής της μοναδικής εμπειρίας. Μια από τις ομορφότερες αυτού του ταξιδιού. Κάποιοι ελέφαντες μένουν, άλλοι βγαίνουν από το νερό μαζί με εμάς. 

Γύρω μας πράσινα νερά και βουνά που χάνονται από το βλέμμα καθώς τα καταπίνει ένα πυκνό πέπλο υγρασίας.

Στη συνέχεια, μας οδηγούν με αυτοκίνητα σε μια όχθη που τη βλέπω από ψηλά, κατεβαίνω μια μεγάλη ξύλινη σκάλα και πατάω στη χρυσή άμμο. Μπροστά μου το ποτάμι περιτριγυρίζεται από επιβλητικούς, απότομους βράχους σε γήινους περίτεχνους χρωματισμούς που καθρεφτίζονται μέσα στα πράσινα ήσυχα νερά και χάνονται. Κάθομαι στην άμμο να χαζέψω το τοπίο. Ησυχία απόλυτη με κατακλύζει.

Πλοιάρια ακουμπάνε την όχθη, κόσμος έρχεται και επιβιβάζεται για τα Pak Au caves, τις σπηλιές μέσα στους βράχους που οι πιστοί κάθε Απρίλιο επισκέπτονται για να αφήσουν, ως δωρεά, μικρούς και μεγαλύτερους Βούδες, χρυσούς, από τσιμέντο, από ξύλο, από πηλό κι έτσι πάνω από 4000 Βούδες βρίσκονται εδώ. Μυρωδιά από αρωματικά στικς που καίνε και προσδίδουν στην ατμόσφαιρα κάτι το μυστηριακό, στο ημίφως της σπηλιάς που καθώς προχωράω μέσα της γίνεται απόλυτο σκοτάδι. Στο Λάος, 6 στους 10 είναι βουδιστές, οι υπόλοιποι είναι χριστιανοί, μουσουλμάνοι ή Hindu. Το darma, η οδός του Βούδα, υπαγορεύει στους πιστούς να ζουν με ευσέβεια. Όσοι ζουν σε αρμονία με το darma, όπως λεν οι βουδιστές, προφτάνουν στη nirvana. «Όλα πρέπει να εκπορεύονται από την καρδιά και να μιλάμε την αλήθεια», μας λέει ο ξεναγός μας.

Στην επιστροφή από τις σπηλιές Pak Au με το πλοιάριο, νεροβούβαλοι που λιάζονται στην όχθη κι ένα ζευγάρι ελεφάντων, ο αρσενικός με τους μεγάλους χαυλιόδοντες να ξεχωρίζει και η θηλυκιά πλάι του, ακίνητοι μες το νερό, δροσίζονται. 

Δεν μας ήταν όμως αρκετό κι έτσι μετά από ένα βιαστικό γεύμα τους πλησιάζουμε να τους ταίσουμε και να ξαναγευτούμε αυτό το συναίσθημα που εκπέμπουν, της περίεργης καλοσύνης και ηρεμίας, αυτής που δίπλα στα ζώα και στα παιδιά μόνο μπορείς να τη διακρίνεις καθάρια.

Επισκεπτόμαστε το whiskey village, όπου φτιάχνουν τοπικό ουίσκι που μοιάζει με τη δική μας ρακή, ένα κοριτσάκι 2-3 χρονών στο κατώφλι ενός σπιτιού βγαίνει ξυπόλυτο να μας χαιρετήσει ενώ δίπλα του κόκορες και κότες τρέχουν εδώ κι εκεί ελεύθερες στο χώμα. Αργαλειοί, γυναίκες που υφαίνουν κι ένα ποτό με μια κόμπρα, με σκορπιούς κι άλλα δηλητηριώδη υπόσχεται να θεραπεύσει σώματα ασθενή με το δηλητήριο του.

Στην επιστροφή στην πόλη, ο ήλιος διαγράφει την πορεία του προς τη Δύση κι εμείς ανεβαίνουμε το όρος Phousi, για να χαζέψουμε το ηλιοβασίλεμα. Στην κορυφή του, πανοραμική θέα της πόλης, ναοί και gong που χτυπούν ρυθμικά -σαν πένθιμα- ενώ πιστοί προσεύχονται γονατιστοί μπροστά από τον χρυσό Βούδα. 

Και ο ήλιος όλο χάνεται. Χάνεται καθώς κατεβαίνει κατακόκκινος μέσα σε σύννεφα πυκνά.

 

Στην κατάβαση, μπλε και κόκκινες τέντες, περνάμε μέσα από το night market της πόλης και τα βήματά μας μας πάνε ξανά στον ποταμό Mekong, αυτόν τον ποταμό που μαγνητίζει. Και καθώς έρχεται το σούρουπο παρακολουθούμε αμίλητες τα πλοιάρια να περνούν με τα φώτα τους να ταράζουν τη νύχτα που έρχεται. 

See Also


Σπάμε τη σιωπή με μια μπύρα στο L’etranger books and tea, δεκάδες παπούτσια αφημένα στην είσοδο καθώς στον πάνω όροφο κάποιοι παρακολουθούν την ταινία «The killing fields». Τα βήματά τους ακούγονται καθώς περπατούν στο ξύλινο πατάρι κι εμείς από κάτω τους σχεδόν, χαζεύουμε τον δρόμο, τη νύχτα.

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, συναντάμε δυο φίλους που κάναμε εδώ, αυτός Αμερικάνος, εκείνη Κινέζα. Ζουν στο Chiang Mai της Ταϋλάνδης και ήρθαν ως εδώ με πλοιάριο, διασχίζοντας τον ποταμό Mekong επί τρεις μέρες. Θα μείνουν όσο θελήσουν, λένε. Τι ελευθερία να μπορείς να παρατείνεις την παραμονή σου όταν το θες, εκεί που θες. Μιλάμε για την Ελλάδα, το Κουκάκι που μένουν όταν έρχονται, τις βουκαμβίλιες και το μπλε των Κυκλάδων. Τη χωριάτικη σαλάτα, τη φέτα αλλά και τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, την Ταυλάνδη και την Κίνα. Μετά από ένα νοερό ταξίδι σε θάλασσες, ωκεανούς και χώρες μακρινές επιστρέφω για ύπνο.

Το πρωί, μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν γιόγκα με ξυπνάνε από τα ανοιχτά παράθυρα. Είναι η τελευταία μας μέρα εδώ, κι έτσι αποφασίζουμε να κάνουμε μια παραποτάμια βόλτα πριν το αεροδρόμιο. Κυνηγάμε τον ποταμό Nam Khan που θα μας οδηγήσει στον Mekong, εκεί που ενώνονται τα δύο ποτάμια. Στη διαδρομή ζέστη πολύ, ξύλινες γέφυρες που ενώνουν τα δύο μέρη του ποταμού, μικρά παιδιά που οι φωνές και τα γέλια τους ακούγονται από μακριά καθώς τρέχουν και πηδούν από τους βράχους με ένα σάλτο στο ποτάμι, φορώντας ακόμη τις σχολικές στολές τους. Με τα γυαλιστερά μαύρα τους μαλλιά, με τα χαμόγελα ζωγραφισμένα, πλατσουρίζουν και αναμετρώνται στο κολύμπι, ξέγνοιαστα. 

Μ’ αυτή την τελευταία εικόνα, επιστρέφουμε στο ξενοδοχείο πριν μπούμε στο tuk tuk για το αεροδρόμιο με προορισμό την Bangkok της Ταϋλάνδης. Στη διαδρομή μια παρέα μικρών μοναχών με τις ομπρέλες τους για να προστατεύονται από τον ήλιο μας προσπερνά βιαστικά.

Φεύγοντας από το Laos και το Luang Prabang σκέφτομαι τα συναισθήματα των δύο τελευταίων χωρών που επισκεφτήκαμε. Καθώς το ταξίδι συνεχίζεται νιώθω να βαθαίνω παράλληλα σε ένα δικό μου εσωτερικό ταξίδι.

Καθώς απομακρύνομαι από εδώ κρατώ το σκούρο καφεπράσινο του ποταμού, τα ήρεμα, γαλήνια νερά του, την ησυχία μέσα μου δίπλα στους ελέφαντες αλλά και το απολαυστικό μπάνιο παρέα τους, μαζί τους, στο ποτάμι. Τη ζούγκλα και τα όμορφα πρωινά. 

Το ηλιοβασίλεμα από ψηλά, το κατακόκκινο, υπό τους ήχους του gong, λίγο πριν το βαθύ μπλε το σούρουπο.

Μέχρι τον επόμενο προορισμό.

 

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην αγαπημένη μου Κωνσταντίνα Τσούφη για τις όμορφες φωτογραφίες και τα βίντεο

Θάλεια  Σταράμου

 

 

 

What's Your Reaction?
Excited
2
Happy
1
In Love
2
Not Sure
0
Silly
0
Scroll To Top