Now Reading
Καμπότζη

Καμπότζη

Καμπότζη

Στο αεροδρόμιο της Siem Reap της Cambodia, η διαδικασία για τη βίζα γρήγορη,
30 δολάρια χωρίς φωτογραφία και μικρή αναμονή για τα γραφειοκρατικά. Στο αεροδρόμιο μας περιμένει ο Vichea, ο οδηγός του tuk tuk που θα μας συντροφεύσει σχεδόν σε όλη μας την παραμονή στη πόλη. Ένας γλυκός αυθεντικός άνθρωπος, με
ένα πηγαίο, αγνό, γάργαρο γέλιο.

Εδώ. Στην Καμπότζη. Σε αυτή τη χώρα που με άγγιξε. Που με έκανε να θέλω να την επισκεφτώ από άκρη σε άκρη. Τη χώρα που σχετικά πρόσφατα, μεταξύ 1970 και 1980, επλήγη από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και την κυριαρχία των Κόκκινων Χμερ, του κομμουνιστικού κόμματος που προκάλεσε με τις κοινωνικές πολιτικές του τη γενοκτονία της χώρας. Τη χώρα των σχεδόν 2,5 εκατομμυρίων θανάτων σε σύνολο 8 εκατομμυρίων κατοίκων.

Εδώ ήρθα σε επαφή με ταπεινούς ανθρώπους, αξιοπρεπείς και χαμογελαστούς παρά τη φτώχεια τους, που ενώνουν τις παλάμες στο ύψος του στήθους για να σου πουν «ευχαριστώ», χαμηλώνοντας ελαφρώς το βλέμμα. Αμίλητοι.
Την επόμενη μέρα της άφιξής μας, ο Vichea με το tuk tuk του μας πάει να επισκεφτούμε τον απέραντο και αχανή Angkor Wat.

Ένας ναός επιβλητικός, αφιερωμένος στο θεό Βισνού, που χτίστηκε τον 12ο αιώνα για το βασιλιά των Χμερ Σουριαβαρμάν Β’, ως ο κύριος ναός και πρωτεύουσα του κράτους του. Ιερός τόπος πολλών θρησκειών και το στολίδι της Καμπότζης, αφού εμφανίζεται μέχρι και στη σημαία της χώρας. Ένας ναός που αποτελεί το μεγαλύτερο ιερό, οποιασδήποτε θρησκείας, σε ολόκληρο τον κόσμο και μήλον της έριδος μεταξύ Καμπότζης και Ταϊλάνδης που διεκδικούν την κατοχή του.
Περιτριγυρισμένος από νερό, που κυκλώνει τον ναό σαν να θέλει να τον προστατέψει, στέκεται επιβλητικά στο κέντρο του. Μαϊμούδες κυκλοφορούν ελεύθερες στο χώρο, στο χρυσό χώμα. Μπαίνουμε στο ναό, νωρίς το πρωί, ενώ η πρωινή πάχνη και η υγρασία θολώνουν την εικόνα του.

 

Νούφαρα επιπλέουν εδώ κι εκεί στο υδάτινο τείχος.

 

Με ένα ημερήσιο εισιτήριο με τη φωτογραφία μας επάνω, που βγάζουμε αμέσως στα εκδοτήρια -λόγω της έλλειψης τουριστών- μπαίνουμε και βγαίνουμε σε ναούς, τον έναν μετά τον άλλο, που βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους και χρειάζονται μεταφορικό μέσο για να τους περιηγηθείς σε μια μέρα: ο μεγαλύτερος Angkor Wat, η στήλη του Angkor Thom με τους ναούς Bayon και Baphuon, ο Thommannon και ο Ta Keo, ο Ta Prohm, ο Prasat Kravan και ο Phnom Bakheng, από ψηλά.

Ο ένας ναός διαδέχεται τον άλλο, από πέτρα σμιλεμένοι με προσοχή και λεπτομέρεια, το κεφάλι του Βούδα να σου χαμογελά, γιγάντια δέντρα με τις ρίζες τους να έχουν καταπιεί τους ναούς, τρούλοι κάποτε από χρυσό και διαμάντια κι ένας ναός ψηλά σε ένα λόφο όπου ατενίζεις το ηλιοβασίλεμα.

Μέσα στα χώματα, τον ιδρώτα και την απίστευτη ζέστη που καθώς μεσημεριάζει δυναμώνει αποφασίζουμε να δούμε τον Angkor Wat από ψηλά. Ανεβαίνουμε 120μέτρα πάνω από τη γη σε ένα αερόστατο από ήλιο και απολαμβάνουμε την καταπράσινη θέα. 15’ όλα κι όλα κι επιστροφή στο ξενοδοχείο για ένα Χμερ μασάζ, ευεργετικό, μετά από 10 ώρες περιήγησης στους ναούς.

 

Ο Vichea μας προτείνει την επόμενη μέρα να μας δείξει τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους της πόλης. Του ζητάμε να τα αποφύγουμε όλα αυτά, θέλουμε να δούμε πως ζουν οι άνθρωποι εδώ.
Το πρωί μας παραλαμβάνει με το tuk tuk από το ξενοδοχεία μας. Του ζητάω έναν καλό κρύο καφέ και μας πάει στο υπαίθριο μαγαζάκι που παίρνει εκείνος τον καφέ του κάθε πρωί. Ένας δυνατός, παγωμένος καφές, με μισό δολάριο ο ένας. Μας δείχνει μια πλατεία που στα δέντρα της κατοικούν τεράστιες νυχτερίδες«Batman», λέει.
Τον ρωτάμε γιατί οι άνθρωποι εδώ τρώνε νυχτερίδες, σκυλιά, γάτες.
Μας λέει πως δεν είναι στην κουλτούρα τους, είναι επειδή δεν έχουν να φάνε.
Συνεχίζουμε περιπλανώμενοι στην πόλη με το tuk tuk και μια ακόμα τρελή οδήγηση στους δρόμους της Siem Reap αποφεύγοντας αυτοκίνητα, μηχανάκια, ποδήλατα την ύστατη στιγμή.

Επισκεπτόμαστε μια pagoda, τους ναούς που ζουν μοναχοί και πιστοί έρχονται για να προσευχηθούν. Η ησυχία εδώ είναι έντονη, μοναχοί που αθόρυβα κινούνται ξυπόλυτοι στο χώρο, μπουγάδα με τις χαρακτηριστικές πορτοκαλί στολές τους κρεμασμένες στα σύρματα για να στεγνώσουν κι ένας πιστός γονατισμένος να προσεύχεται απέναντι από τον χρυσό Βούδα.

Οι μοναχοί δεν εργάζονται, κι έτσι κάθε πρωί, στις 04:00 με 05:00 τα ξημερώματα βγαίνουν από την pagoda για να συλλέξουν τροφή από δωρεές πιστών. Οι ντόπιοι τους περιμένουν γονατιστοί, οι μοναχοί περνάνε ανάμεσά τους, βάζουν τις δωρεές τους σε ένα καλάθι και αυτό είναι το φαγητό τους για όλη την ημέρα: στις 06:00 το πρωινό τους και στις 12:00 το μεσημεριανό τους. Για να ξαναφάνε χρειάζεται να περιμένουν τις δωρεές της επόμενης μέρας.

Βγαίνουμε από το κέντρο της πόλης και κατευθυνόμαστε προς τα περίχωρα. Σπίτια, μαγαζιά πρόχειρα φτιαγμένα από τσίγκο, παιδιά που κυκλοφορούν ξυπόλυτα στο χώμα, όμορφα παιδιά, με τις σχολικές μπλε και λευκές στολές τους να περνάνε το δρόμο κι εμείς να διασχίζουμε πράσινο, χωράφια, ζώα και πρόχειρες κατασκευές.

Κάνουμε μια στάση στο χωριό που καλλιεργούν λωτούς, περπατάμε στις ξύλινες μακριές γέφυρες που βρίσκονται μες το νερό και καταλήγουν σε αχυρένιες καλύβες στερεωμένες με πασσάλους, με τα άνθη του λωτού να επιπλέουν παντού τριγύρω.
Ένα ροζ μεγάλο λουλούδι με τα πράσινα χοντρά φύλλα του να επιπλέουν κι ανάμεσά τους να διακρίνονται με δυσκολία πουλιά που βουτούν το ράμφος τους στο νερό για να φάνε ταράζοντας την ηρεμία του. Μέσα σε μια τέτοια καλύβα, ένα χαμηλό τραπέζι
με μια κουρελού στο ξύλινο πάτωμα για να καθίσεις οκλαδόν, τσάι κι αναψυκτικά στο τραπέζι. Εδώ έρχονται οι Καμποτζιανοί στις διακοπές τους και οι τουρίστες.

 

Συνεχίζουμε προς ένα χωριό που την υγρή περίοδο περιτριγυρίζεται από νερό αλλά τώρα μόνο στεριά, καλύβες πάνω σε πασσάλους και σκουπίδια παντού. Έτσι ζουν οι Καμποτζιανοί. Αυτό δεν ήθελα να δω; Μια γυναίκα κι ένα παιδί ξεψειρίζουν ένα σκύλο ενώ δίπλα τους αποξηραίνονται ψάρια στον ήλιο. Στοιβαγμένα ξύλα εδώ κι εκεί. Τα κόβουν και τα πουλάνε στα εστιατόρια.

 

 

Παιδιά που παίζουν παραδίπλα, ντροπαλά στην παρουσία μας. Βάρκες παρατημένες στο χώμα που άλλοτε γίνεται βυθός. Φτώχεια. Φτώχεια παντού. Και χαμόγελα, παιδικά χαμόγελα με δόντια να λείπουν, που σε κάνουν να ελπίζεις και να χαμογελάς κι εσύ μέσα σου. Και να ζεσταίνεται η ψυχή.

See Also


Φεύγουμε από κει, με τον Vichea να μας πηγαίνει προς τα floating villages, τα πλεούμενα χωριά της λίμνης Tonle Sap, έξω από τη Siem Reap. Το όνομά της σημαίνει «μεγάλη λίμνη» ή «μεγάλο ποτάμι». Η Tonle Sap αποτελείται από μια λίμνη κι ένα ποτάμι που εκβάλλει στον ποταμό Mekong, που ξεκινάει από το Θιβέτ και την Κίνα και μέσα από μια μακριά διαδρομή καταλήγει στην Καμπότζη και το Βιετνάμ.
Μας λέει πως στα πλεούμενα χωριά κατοικούν αποκλειστικά Βιετναμέζοι, εχθρικοί προς τους Καμποτζιανούς, αν και μερικοί από τους τελευταίους κατοικούν σε κάποια τμήματα της ακτής. Την ξηρή περίοδο ζουν στην ακτή, την υγρή περίοδο μεταφέρονται στις βάρκες τους. Στη διαδρομή με το πλοιάριο, προσπερνάμε παιδιά που παίζουν στο καφετί νερό κάνοντας παφλασμούς με τα χέρια τους, πιτσιλώντας το ένα το άλλο, γελώντας και φωνάζοντας, ψαράδες και παράγκες δεξιά κι αριστερά.

Ένα νεκροταφείο στα δεξιά μας, που καθώς η ακτή σκεπάζεται με νερό, βυθίζει κι αυτό μέσα της. Μέχρι να κατέβουν τα νερά και να εμφανιστεί ξανά με τους νεκρούς του. Ένα πλημμυρισμένο δάσος που ο μύθος λέει πως στα βάθη του κατοικούν πνεύματα. Ασθενείς αφήνουν δωρεές στα πνεύματα του δάσους ζητώντας τους να τους γιατρέψουν.

Με την πλάτη της προς το μέρος μας, η Βιετναμέζα οδηγός του πλοιαρίου, με το καπέλο της με τα μωβ πλαστικά λουλούδια που κάνει αντίθεση με τη βαθιά μπλε μπογιά του σκάφους και τα καφετί νερά, μοιάζει σαν μέρος ενός πίνακα κάποιου ζωγράφου.

Μας οδηγεί αμίλητη μέσα στη λίμνη ενώ στο βάθος αχνοφαίνονται τα πλεούμενα σπίτια. Εδώ οι ψαράδες είναι εύρωστοι, ζουν και δουλεύουν μέσα στη λίμνη, εδώ κι ένα σχολείο για τα παιδιά και μια pagoda για να προσεύχονται. Καθώς πλησιάζουμε, βλέπουμε μια βάρκα που έρχεται προς το μέρος μας. Τέσσερα-πέντε παιδιά 6-8 χρόνων, με το ένα να κάνει κουπί, γυρίζουν από το σχολείο. Τα κεφαλάκια τους ξεπροβάλλουν ένα-ένα από τη βάρκα ενώ από πίσω τους καθρεφτίζεται στο νερό ο λαμπερός ήλιος. Από μικρά μαθαίνουν να οδηγούν τη βάρκα, αφού είναι το μοναδικό μέσο μεταφοράς τους εδώ. Και η λίμνη εκτείνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου.

 

Αφού βλέπουμε περιμετρικά το χωριό, κάνουμε στροφή και επισκεπτόμαστε μια πλεούμενη φάρμα κροκοδείλων που χρησιμεύει και σαν εστιατόριο για τους τουρίστες.

Γυρίζουμε πίσω, ο Vichea δίνει φιλοδώρημα στη Βιετναμέζα και παίρνουμε πάλι το tuk tuk και το δρόμο της επιστροφής.

Μας λέει πως αφού θέλουμε να δούμε πως ζουν οι Καμποτζιανοί θα μας δείξει το σπίτι του, θα μας γνωρίσει την οικογένειά του. Εκείνος, η γυναίκα του και τα 3 παιδιά του δεν έχουν σπίτι. Ζουν στο μαγαζί τους. Πίσω από ένα ρέμα, σε χωμάτινους δρόμους με μπανανιές και μπαμπού δεξιά κι αριστερά και μια παράγκα τσίγκινη. Το σπίτι τους.

Η γυναίκα του Vichea χαμογελαστή, μας καλωσορίζει αλλά είναι απασχολημένη: εμφιαλώνει και πουλάει νερό. Αυτή είναι η δουλειά όλης της οικογένειας. Πουλάνε νερό, φρούτα, αναψυκτικά. Γνωρίζουμε τη μεγάλη κόρη του, ντροπαλή και χαμογελαστή, μας κερνάει κόκα κόλα και μικρά μάνγκο. Μας δείχνει πώς να τα ξεφλουδίζουμε. Η γιαγιά του χαμογελαστή, δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα μας.
Παραμερίζει έναν τσίγκο και μας δείχνει που κοιμούνται. Ένας μικρός χώρος, δύο επί τρία όπου κοιμάται όλη η οικογένεια. Κουβέρτες διπλωμένες στη γωνία και στον τοίχο φωτογραφίες. Φωτογραφίες από το γάμο τους, φωτογραφίες των γονιών τους, σαν αυτές τις παλιές των γιαγιάδων και παππούδων μας, του ’40.

Φεύγω σκεπτική από εκεί. Είναι η ώρα της επιστροφής. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτή η ενόχληση που νιώθω μέσα μου. Αμηχανία. Αυτό νιώθω, αμηχανία. Πώς καταφέρνουν κάποιοι άνθρωποι, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια να δίνουν μαθήματα ζωής; Άνθρωποι που δεν έχουν κυριολεκτικά τίποτα αλλά μπορεί και να έχουν τα πάντα.

Άνθρωποι ταπεινοί, σιωπηλοί και ήσυχοι, αξιοπρεπείς και περήφανοι συνάμα. Που δεν δραματοποιούν τη φτώχεια τους. Δεν ζητούν τίποτα. Διακριτικοί, όμορφοι άνθρωποι. Αγνοί. Με αυτή την καθαρότητα που πρέπει να ψάξεις πολύ για να τη βρεις.

Την τόσο σπάνια που την αναγνωρίζεις αμέσως όταν την ανταμώνεις στο πέρασμα της ζωής σου. Αυτή που βρήκαμε στην Καμπότζη την ταλαιπωρημένη, την αίσθηση της οποίας κουβαλούσαμε σε όλο το υπόλοιπο ταξίδι μας. Με αναπόληση αλλά και με συγκίνηση. Για να μας συντροφεύει. Και να μας θυμίζει τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι.

Και στον επόμενο προορισμό.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην αγαπημένη μου Κωνσταντίνα Τσούφη για τις όμορφες φωτογραφίες και τα βίντεο

Θάλεια  Σταράμου

What's Your Reaction?
Excited
5
Happy
4
In Love
6
Not Sure
0
Silly
0

© 2019 Yoginimama Powered by e-iT

Scroll To Top