Κούβα, η χώρα η ξεχασμένη, η γεμάτη ξεφτισμένα χρώματα που σε κάνουν να μαντεύεις και να φαντασιώνεσαι αίγλη παλιά, αφημένη στο χρόνο και τα ανεξίτηλα σημάδια του.
Αβάνα, ζέστη και υγρασία που τη νιώθεις στο δέρμα σου. Μια ξαφνική μπόρα, παιδικά ποδοβολητά που τρέχουν να γλυτώσουν από το μένος της βροχής γελώντας και φωνάζοντας και όλοι εμείς, τουρίστες και ντόπιοι να στοιβαζόμαστε σε υπόστεγα περιμένοντας τη βροχή να σταματήσει. Η σκέψη μου μπερδεμένη καθώς διασχίζω τους δρόμους πέρα από την παλιά Αβάνα: σπίτια ερείπια, επαύλεις που φαντάζουν εγκαταλελειμμένες αλλά δεν είναι, κόσμος γεμάτος χρώματα να πηγαίνει και να ‘ρχεται, μουσικές να ακούγονται στους δρόμους και το Καπιτώλιο να στέκει εκεί, από λευκό καθαρό μάρμαρο, σαν να ήρθε από κάπου αλλού και προσγειώθηκε στους βρώμικους δρόμους της Αβάνας. Οι άνθρωποι πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν, πολλές φορές χωρίς καν να τους το ζητήσεις κι αναρωτιέμαι: θέλουν χρήματα ή θέλουν απλώς να
2α
Το Malecon, η παραλιακή οδός της Αβάνας που βλέπει στον ωκεανό διασχίζει επιβλητικά ξενοδοχεία, το ιστορικό Hotel Nacional de Cuba, και κατευθύνεται προς την παλιά Αβάνα (La Habana Vieja) περνώντας μέσα από γειτονιές γεμάτες κόσμο, παιδιά, γέρους καθισμένους στα πεζούλια, νεαρούς που προσπαθούν να πιάσουν internet στις πλατείες, κόσμο που περιμένει στη στάση το λεωφορείο και αυτοσχέδια ταξί, παλιά αμάξια, ποδήλατα που περιμένουν τους τουρίστες. Το εστιατόριο La Guarida με τη φημισμένη στριφογυριστή σκάλα του στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο με μια εξίσου όμορφη ταράτσα από όπου βλέπεις από ψηλά τα γύρω κτίρια της Αβάνας. Στην Playa Revolucion ορθώνεται το ανάστημα του Τσε, του Φιντέλ αλλά και το άγαλμα του José Marti βρίσκεται εδώ.
Η διαδρομή προς το Trinidad από τον αυτοκινητόδρομο είναι γεμάτη λακκούβες, κάρα με άλογα, παλιά αυτοκίνητα και ανθρώπους που κάνουν ωτοστόπ κάτω από τις γέφυρες για να δροσίζονται στη σκιά και να γλυτώνουν από το ζεστό ήλιο.
Τα μονοπάτια στενεύουν και οι δρόμοι χωμάτινοι, κατευθύνομαι προς την ξύλινη καλύβα που θα γίνει το σπίτι μου για δύο μέρες. Λουλούδια, άλογα, κότες, κατσίκες, γαλοπούλες, όμορφοι άνθρωποι, αγρότες που
καλλιεργούν ό,τι μπαίνει στο πιάτο τους.
Άραγε οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι εδώ; Καθισμένη όλη η οικογένεια μέσα στην καλύβα τους, τα μάτια καθηλωμένα στην ισπανική σαπουνόπερα, τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο, τρώνε και ζουν όλοι μαζί, γονείς, παιδιά, παππούδες, ανίψια, ζώα. Σαν να επιστρέφεις στη δεκαετία του ‘50. Μιλούν δυνατά, γελά-νε, οι άντρες φεύγουν χαράματα για τα χωράφια και οι γυναίκες ξεκινούν από νωρίς τις δουλειές του σπιτιού.
Ο κόκορας λαλεί κι εγώ κατευθύνομαι προς τα χωμάτινα μονοπάτια χωρίς να ξέρω το σκοπό. Άροτρα που τα σέρνουν βόδια, αγρότες με λαστιχένιες βρώμικες γαλότσες και ψάθινα καπέλα, καβαλάρηδες με άλογα που ακούγονται βαριά τα πέταλα τους καθώς καλπάζουν στο κόκκινο χώμα, παιδιά να τριγυρνούν στα χώματα, βρώμικα κι ευτυχισμένα, καλλιέργειες καπνού, ανανά, καφέ, αβοκάντο, μπανανιές, γιούκα και αχυρένιες καλύβες που χρησιμεύουν για την αποξήρανση των φύλλων καπνού. Τι ομορφιά που έχει η φύση, τι ησυχία, πόσο κοντά της έρχεσαι εδώ πέρα. Τα μάτια μου ρουφάνε εικόνες, ηλιόλουστες εικόνες αλλά και μπόρες, ομίχλη, καταχνιά και ένα ουράνιο τόξο που ξεπροβάλλει μισό καθώς το νερό της βροχής κυλάει και στάζει από τις φυλλωσιές.
Ο Κουβανός σπιτονοικοκύρης, ο José Luis, ένας όμορφος άνθρωπος, χαμογελαστός, που μιλάει μόνο ισπανικά αλλά συνεννοείται άψογα, μοιάζει ξέγνοιαστος, ευτυχισμένος. Άραγε να βοηθάει η γη και η δουλειά στο χώμα να καθαρίσει η ψυχή σου; Σίγουρα η σκέψη σου.
Καπνίζουμε μαζί ένα πούρο που φτιάχνει επιτόπου και λέει το μυστικό: μια σταγόνα μέλι στην άκρη του, στο κοίλο εκείνο σημείο πριν το εργοστασιακό χαρτί. Το γεύμα στο ξυλόσπιτο ονειρεμένο, ψάρι φρέσκο και λαχανικά από τον κήπο. Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς για να συντροφεύσει αυτή τη μαγική εικόνα; Ένα mohito κι ένα πούρο στη βεράντα καθώς ο ήλιος δύει κι εγώ λικνίζομαι στην κουνιστή πολυθρόνα και προσπαθώ να κλειδώσω τη στιγμή και την εικόνα που βλέπουν τα μάτια μου, σαν φωτογραφία.
” Τα χρώματα φτιασιδώνουν το μαύρο και το ξεγελάνε αλλά δεν χρειάζεται να κοιτάξεις πολύ προσεκτικά για να δεις την αλήθεια. Είναι έκδηλη στα μάτια των ανθρώπων. Στα ξεφτισμένα χρώματα και τα παρατημένα παραπήγματα. Ανάμεικτα τα συναισθήματα. Ερχόμαστε από μακριά για να δούμε και να φωτογραφίσουμε τη φτώχεια τους μα παράλληλα για να καταναλώσουμε και να αφήσουμε τα χρήματα μας, λίγα για εμάς, πολύτιμα για εκείνους.Διαλέγω τη μουσική στους δρόμους, το πράσινο το τροπικό και τη λευκή ροζ άμμο.Τα πολύχρωμα σπίτια του Τρινιντάντ, τα ψάθινα χειροποίητα καπέλα και τον ήχο της φύσης αλλά και της βροχής. Μέχρι τον επόμενο προορισμό. . “
Θάλεια Σταράμου